Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι.
– «Επ, που πας εσύ», τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. «Τι έχεις μέσα στους σάκους;»
– «Άμμο», απαντάει ο τύπος.
– «Τι άμμο και χαζά μου λες; Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο.»
Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να…
ψάχνει ο τελωνειακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.
Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνειακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.
Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του.
– «Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους.»
– «Άμμο.»
– «Καλάααα… Κατέβα για έλεγχο.»
Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνειακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.
Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνειακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνειακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί.
Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:
– «Άκου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα.»
– «Εντάξει.»
– «Κάνεις λαθρεμπόριο;»
– «Κάνω.»
– «Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;»
– «Ποδήλατα.»
kamikazi
Αφήστε μια απάντηση