ΤΟΠΙΚΑ posted by

Επέτειος του ΟΧΙ και η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής – γεγονότα και σκέψεις

oxi (Αντιγραφή)Γράφει ο Διευθυντής του ΓΕ.Λ. ΠΛΑΤΕΟΣ 

Θεοδωρακόπουλους Πρόδρομος

Όταν πριν 3 χρόνια σαν σήμερα, είχε ξεκινήσει η θητεία μου στο Γενικό Λύκειο Πλατέος, βαδίζοντας μετά το τέλος της επιμνημόσυνης δέησης προς το χώρο που γίνεται η παρέλαση, είχα παρατηρήσει στην άκρη του δρόμου κάποιους ηλικιωμένους να έχουν τοποθετήσει τις καρέκλες τους στο πεζοδρόμιο περιμένοντας υπομονετικά να καμαρώσουν τους μαθητές, τα εγγόνια τους που θα έκαναν την παρέλαση. Αυτόματα μου δημιουργήθηκε ένα αίσθημα θαυμασμού προς αυτούς τους ανθρώπους.

Σε ένδειξη σεβασμού λοιπόν προς αυτούς τους ελάχιστους εναπομείναντες μιας άλλης εποχής, που  οι αναμνήσεις τους είναι  ζωντανές θύμισες του παρελθόντος και βιώματα εκείνων των ημερών του πολέμου και όσων γεγονότων ακολούθησαν – και δεν αποτελούν γνώση και αναμνήσεις αφηγήσεων, όπως συμβαίνει στους περισσότερους  από εμάς  -καθώς και ως απότιση τιμής στους νεκρούς εκείνης της περιόδου, παραθέτω αυτές σκέψεις με την ευχή το χειροκρότημα στο τέλος της ομιλίας να έρθει ως επιβράβευση των δικών τους αγώνων και προσπαθειών.

28 Οκτωβρίου 1941· ημέρα Τρίτη, πρωί. Ένα μεγάλο πλήθος από όλες τις συνοικίες της Αθήνας συγκεντρώνεται στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Μια ζώνη από καραμπινιέρους προσπαθούν να κρατήσουν το λαό μακριά από το Μνημείο. Γυναίκες ρίχνουν λουλούδια, μια ομάδα φοιτητών γονατίζει και τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Πρόκειται για τον εορτασμό της πρώτης επετείου του ΟΧΙ και μαζί μια από τις πρώτες πράξεις αντίστασης στον κατακτητή, με πρώτη την ενέργεια της νύχτας της 30ης Μαΐου 1941, ένα μόλις μήνα μετά την είσοδο των κατοχικών στρατευμάτων στην πόλη των Αθηνών, όταν δύο νέοι –φοιτητές-, ο Απόστολος Σάντας και ο Μανόλης Γλέζος προέβησαν σε μια πράξη ξεχωριστής ανδρείας και εθνικού συμβολισμού κατεβάζοντας από τον ιστό της, στην Ακρόπολη, τη γερμανική πολεμική σημαία, τη σβάστικα.

Ένα χρόνο πριν, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι προφυλακές μιας πανίσχυρης ιταλικής μεραρχίας κινούνταν στο σκοτάδι προς την ελληνοαλβανική μεθόριο. Η Ιταλία, που είχε προκλητικά κορυφώσει τις εχθρικές διαθέσεις της προς τη χώρα μας το καλοκαίρι του 1940, τορπιλίζοντας στο λιμάνι της Τήνου ‒ανήμερα της Παναγιάς‒ το καταδρομικό «Έλλη» το οποίο απέδιδε τιμές στη χάρη της, ερχόταν τώρα πάνοπλη να εκμηδενίσει εκβιαστικά την όποια στρατιωτική δυναμική της «μικρής» Ελλάδας.

Το πρωί της ίδιας μέρας το ΟΧΙ του πρωθυπουργού Μεταξά στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρεσβευτή στην Αθήνα Γκράτσι για παράδοση της Ελλάδος στη φασιστική Ιταλία, εξέφραζε τη βούληση ολόκληρου του ελληνικού λαού, την επιθυμία του να αναχαιτίσει την ξένη επιβουλή και την απόφαση του να μην καταπατηθεί η Εθνική του αξιοπρέπεια, ενώ ταυτόχρονα τοποθετούσε την Ελλάδα ως σύμμαχο στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και των άλλων ελεύθερων ευρωπαϊκών χωρών (ακυρώνοντας τις όποιες προθέσεις του καθεστώτος σε φιλογερμανικές θέσεις).

Οι Έλληνες στρατιώτες κινούν για το μέτωπο κι ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας μεταδίδει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν διαβεβαιώνοντας τον πληθυσμό ότι «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας επικρατεί πολεμικός ενθουσιασμός. Ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, που το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 περιδιάβηκε το κέντρο της Αθήνας, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Ο Μουσολίνι με 100.000 στρατιώτες που είχε συγκεντρωμένους στην Αλβανία, πίστευε πως θα καταχτούσε την Ελλάδα με τόση ευκολία σαν να έκανε περίπατο.

Οι επτά μήνες – συνολικά διακόσιες δεκαεννέα ημέρες- στρατιωτικής αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα, αρχικά των Ιταλικών στην Ελληνο-Αλβανική μεθόριο και στη συνέχεια των Γερμανών,  ξεδιπλώνονται δραματικά στο μέτωπο επιχειρήσεων: Ήπειρος, Πίνδος, Δυτική Μακεδονία. Το βάρος της άμυνας σηκώνει η ογδόη Μεραρχία Πεζικού στην Ήπειρο υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο. Συντριπτικά υπολειπόμενοι σε αντιδιαστολή με την πανίσχυρη ιταλική πολεμική δύναμη (ένας προς δύο στο πεζικό, μόλις ένα προς τέσσερα η αναλογία στα πυροβόλα), σε έδαφος δύσβατο και με αντίξοες καιρικές συνθήκες, προοδευτικά δυσμενέστερες αγωνίζονται και καταφέρνουν να απωθήσουν τον εχθρό από τα σύνορα της χώρας.

Στη Δυτική Μακεδονία οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Δαβάκη καταλαμβάνουν την Κορυτσά, ενώ και η σύντομη ιταλική αντεπίθεση των αρχών του νέου έτους αδυνατεί να συγκρατήσει την ελληνική προέλαση στη Μοσχόπολη, το Πόγραδετς, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, τη Χιμάρα, την Κλεισούρα. Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αγκαλιάζουν τους φαντάρους ως ελευθερωτές, τη στιγμή που στην Αθήνα ο ενθουσιασμός της νίκης διαποτίζει κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής· για παράδειγμα, τη θεατρική πράξη, όπως με μάχιμο τρόπο την άσκησε η Σοφία Βέμπο.

Βέβαια, οι ελληνικές νίκες κοστίζουν ακριβά: ατέλειωτες ώρες πορείας στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, κρυοπαγήματα, τραυματισμούς, αγρύπνια, πείνα και δίψα, λάσπη – βούρκο, ψυχές γυμνές, ηρωικές, θάνατο.

     Οι Έλληνες κατορθώνουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους και το Φεβρουάριο του 1941, όταν τη διεύθυνση του αγώνα αναλαμβάνει ανεπιτυχώς ο ίδιος ο Ντούτσε. Τότε είναι που ο Χίτλερ αποφασίζει να επέμβει. Στέλνονται γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες στη Βουλγαρία και απευθύνεται τελεσίγραφο στη Γιουγκοσλαβία να επιτρέψει να περάσει από το έδαφός της ανενόχλητος ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι αρνούνται και οι Γερμανοί τσακίζουν σε έξι μέρες την αντίστασή τους.

Στις 6 Απριλίου 1941 οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας και ταυτόχρονα σε Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Το πρωί της ίδιας ημέρας γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το Πλατύ, σπουδαίο σιδηροδρομικό κόμβο. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού παραμένει βαθιά μέσα στο αλβανικό έδαφος και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το νέο εισβολέα. Οι λίγες ελληνικές μονάδες που βρίσκονται στη Μακεδονία μαζί με τις βρετανικές που ήρθαν προς ενίσχυση από τη Λιβύη, δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Μάχες σώμα με σώμα στα οχυρά Ρούπελ, Λίσσε, Περιθώρι δεν κατορθώνουν να ματαιώσουν την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη (στις 9 Απριλίου) μέσω της κοιλάδας του Αξιού. Άλλα γερμανικά στρατεύματα από τη Φλώρινα κινούνται προς τα νώτα του μαχόμενου στην Αλβανία ελληνικού στρατού. Οι δυνάμεις μας από το φόβο της περικύκλωσης υποχωρούν νοτιότερα. Κάτω από την πίεση των γεγονότων ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ η στρατιωτική ηγεσία με πρώτο τον στρατηγό Τσολάκογλου συνθηκολογεί στις 24 Απριλίου.

Η αντίσταση κατά των Γερμανών μεταφέρεται στην Κρήτη. Στις 6.00 τα ξημερώματα της 20ης Μαΐου 1941 επίλεκτο σώμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών επιχειρεί να καταλάβει το αεροδρόμιο του Μάλεμε.  Η μάχη γενικεύεται σε όλη την περιοχή των Χανίων. Τα κύματα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών παλεύουν εκ του συστάδην με τους Κρητικούς χωρικούς και τους γυμνασμένους εφήβους του νησιού. Χιτλερικά βομβαρδιστικά ξερνούν φωτιά. Στις 26 Μαΐου οι Γερμανοί είναι πια σε θέση να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο του Μάλεμε.

Ωστόσο, η επί δίμηνο εμπλοκή ισχυρών μονάδων του γερμανικού στρατού και της αεροπορίας στις πολεμικές επιχειρήσεις επί ελληνικού εδάφους από τη μάχη των Οχυρών έως τη μάχη της Κρήτης είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει κρίσιμα η επίθεση της γερμανικής πανστρατιάς εναντίον της Ρωσίας, γεγονός καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του πανευρωπαϊκού σχεδόν πολέμου.

Την εποποιία του ελληνοαλβανικού πολέμου και τη θέρμη της άμυνας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και στην Κρήτη κατά των Γερμανών ακολουθούν τα πικρά χρόνια της στρατιωτικής κατάληψης και η δοκιμασία της Κατοχής. Από τις 27 Απριλίου 1941, όταν έγινε η παράδοση της Αθήνας στις γερμανικές δυνάμεις, μέχρι τη 18η Οκτωβρίου 1944, όταν η κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου εγκαταστάθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα, η κατοχική περίοδος σφραγίζεται από πράξεις απίστευτης βίας, φτηνής υποτέλειας από μέρος μερικών «Ελλήνων» δοσίλογων-γερμανοτσολιάδων και αποφασισμένης αντίστασης.

Η χώρα διαιρείται σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική, που περιλαμβάνει την Αττική, τα νησιά του Αιγαίου, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης, την κεντρική και δυτική Μακεδονία· την ιταλική, στην οποία εντάσσονται η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, τα νησιά του Ιονίου, η Θεσσαλία και τη βουλγαρική, που περικλείει την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, τη Θάσο και τη Σαμοθράκη.

Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής οι νεκροί από πείνα φτάνουν τις 300.000, τα θύματα των ωμοτήτων Γερμανών τις 50.000 και Ιταλών τις 8.000, ενώ σε 30.000 υπολογίζονται τα θύματα των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία (Δράμα – Δοξάτο  και αλλού). Ασφαλώς πολλοί περισσότεροι από τα θύματα του πολέμου στο μέτωπο που υπολογίζονται περί τις 14.000.

Έχει φτάσει, όμως, η ώρα η επιθανάτια αγωνία να μετατραπεί σε πνοή αντίστασης. Ήταν ένας ολόπλευρος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αυτός – της «Εθνικής Αντίστασης» – που διεξήχθη μεταξύ 1941 και 1944 και ο οποίος συνέχισε με την ίδια ομοψυχία, το ίδιο απαράμιλλο θάρρος και πάθος και την ίδια αγάπη για τη λευτεριά όπως τις πρώτες μέρες του πολέμου.

Σταδιακά, από τις πρώτες αυτές αυθόρμητες πράξεις αντίστασης στον κατακτητή περνούμε στις πιο μαζικές και οργανωμένες: την έκδοση μυστικών εφημερίδων, εντύπων, προκηρύξεων, τη συγκρότηση ανταρτοομάδων στην ύπαιθρο της χώρας, πολύ πρώιμα στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Στα 1942 η Αντίσταση πλάι στο όραμα της απελευθέρωσης οριοθετεί στόχους κοινωνικούς και πολιτικούς ποικίλων αποχρώσεων, που επεκτείνονται στον καθεστωτικό έλεγχο της μετακατοχικής Ελλάδας.  Η δράση των ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο)-ΕΛΑΣ (στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ) και του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), συγκλίνουσα σε επιχειρήσεις όπως η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου το Νοέμβριο του 1942, λαμβάνει σταδιακά χαρακτήρα αιματηρού αδελφοκτόνου ανταγωνισμού.

     Είναι η μοίρα των Ελλήνων, όπως μετά το 1823, όπως το 1922 στην Μικρασιατική εκστρατεία, ίσως όπως και σήμερα: ποιος θα πάρει τη δόξα, ποιος θα καρπωθεί τους αγώνες και τις θυσίες των πολλών.

Στο μεταξύ, το Σεπτέμβριο του 1943, η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους συμμάχους, τα στρατεύματά της αποχώρησαν από τη χώρα μας και το βάρος της εξουδετέρωσης της ελληνικής αντίστασης επωμίστηκαν κυρίαρχα οι γερμανικές δυνάμεις εγκαινιάζοντας ένα νέο κύκλο βίας και αίματος. Σφαγές στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο Βοιωτίας, στη Δράμα, στο Άλσος Χαϊδαρίου, στο Σκοπευτήριο Καισαριανής και στην περιοχής μας στο Χορτιάτη, στα Γιαννιτσά, στα χωριά των Πιερίων. Μια αόρατη αλυσίδα τρόμου που οι κρίκοι της σμίγουν με το Άουσβιτς, το Νταχάου, το Μαουτχάουζεν, τη μοίρα των Εβραίων της Ευρώπης, το πιο αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα της «φυλετικής» μισαλλοδοξίας.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις κατοχής δε στάθηκε αφορμή και εφαλτήριο πολιτικής σταθερότητας. Οι διαγκωνισμοί για την άσκηση της εξουσίας ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις και η δόλια παρέμβαση του ξένου παράγοντα ταλάνισαν τον τόπο για άλλα πέντε χρόνια, από το 1945 έως το 1949. «Τ’ αδέλφια που έχουνε φύγει το ματωμένο κρατώντας μαχαίρι», γιατί «εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους», στην ουσία δεν είχαν να χωρίσουν κάτι, όμως κάρφωσαν κι άλλους σταυρούς σε άλλα μνήματα, άφησαν πτώματα άθαφτα  ώσπου να ανταμώσουν στο δρόμο της περισυλλογής και της κοινής ευθύνης για το μέλλον.

Σήμερα, όπου η χώρα μας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας της, οι Έλληνες επιβάλλεται να ενστερνιστούν τα διδάγματα της και να αντιμετωπίσουν με εθνική ομοψυχία και επαγρύπνηση τους κινδύνους.

Το ιστορικό μάθημα που μας δίδαξε η γενιά του 1940 είναι ότι τις επιθυμίες μας πρέπει να τις ρυθμίζουν οι αξίες της ατομικής, συλλογικής, εθνικής αξιοπρέπειας».

Το έπος του’40 είναι ο «τελευταίος μεγάλος “λόγος” του ελληνισμού, ο πιο κοντινός σε εμάς», ο οποίος θα μπορούσε «να εμπνέει, να κινητοποιεί και να συνέχει έναν λαό σε συνθήκες όπως οι σημερινές και να τον οδηγήσει σε μια νέα, απαραίτητη για την επιβίωσή του, συλλογικότητα» και θα μας επιτρέψει «να υπερβούμε την αμφιβολία, την αδυναμία και την αδράνεια»

Ζώντας σε μια εποχή που αμφιβάλλουμε για την εντιμότητα όλων και που συχνά ένας αγώνας υποκινείται από συμφέροντα που δεν μπορεί καν να διανοηθεί ο απλός άνθρωπος, η προσπάθεια των Ελλήνων το 1940 αποκτά πρόσθετη σημασία. Αυτό γιατί μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και βεβαιότητα ότι ήταν ένας αγώνας καθαρός. Ο αγώνας του απλού ανθρώπου να υπερασπιστεί όσα αυτονόητα θεωρεί δικά του.

Σπίτι, γη, οικογένεια, πατρίδα, ελευθερία. Με όποιο τίμημα και όποιο αποτέλεσμα.

Το ΟΧΙ το είπαν και άλλοι λαοί (Πολωνοί, Γάλλοι, Σέρβοι). Όμως το δίλημμα της υποταγής ή της αντίστασης ήταν ανύπαρκτο για τους Έλληνες του 1940. Η αντίσταση που στηρίχθηκε στο φιλότιμο και την ομοψυχία των Ελλήνων απέδωσε και αναγνωρίστηκε από όλους. Απέδωσε όπως στον πόλεμο του 1912 – 13 με την απελευθέρωση της περιοχής και την ενσωμάτωση της στο Ελληνικό κορμό, όπως με την αποδοχή των προσφύγων μετά την μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση τους στην περιοχή, αναδεικνύοντας την εργατικότητα και τη δημιουργικότητα ως το στοιχείο που βοήθησε στην προκοπή μας.

Τα γεγονότα του 1940-1941 σημάδεψαν την ελληνική ιστορία.

      Χρέος δικό μας απέναντι σε όλους του προγόνους μας είναι να αποδείξουμε  ότι και σήμερα το πνεύμα αυτό της ελεύθερης ψυχής συνεχίζει να ζει

      Γιατί όπως λέει και ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς «Χρωστάμε σ’ όσους ήλθαν, πέρασαν, θα ΄ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι νεκροί».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *