Ίχνη ραδιενεργού Καισίου ανιχνεύτηκαν στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, από ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ, η οποία αποδίδει το γεγονός στην καύση ξύλου σε τζάκια και ξυλόσομπες. Οι συγκεντρώσεις είναι πολύ μικρές, σε σημείο μη ανησυχητικό, ωστόσο χρήζει περαιτέρω μελέτης, αφού οι μετρήσεις έγιναν σε περιοχή που δεν υπάρχει μεγάλη χρήση τέτοιων θερμαντικών σωμάτων.
Οπως εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια Φυσικής του ΑΠΘ, Μ. Μανωλοπούλου, μέλος της ερευνητικής ομάδας, που δημοσίευσε το αποτέλεσμα της μελέτης της στο Journal of Environmental Radioactivity, το ραδιενεργό στοιχείο απορροφήθηκε από τα δέντρα ορισμένων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας, μέσω του νέφους που κατακάθισε στο έδαφος την περίοδο του πυρηνικού ατυχήματος του 1986.
Με την καύση της ξυλείας, ένα μέρος του Καισίου απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα και διαχέεται στην πόλη, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό (το μεγαλύτερο) παραμένει στη στάχτη της εστίας. Οι επιστήμονες εφιστούν την προσοχή στη διαχείριση της στάχτης και συμβουλεύουν τους κατόχους τζακιών να μη σηκώνουν σκόνη κατά τη διαδικασία του καθαρισμού της εστίας, ενώ επισημαίνουν πως δεν υπάρχει πρόβλημα αν αυτό στη συνέχεια αναμειχθεί με το έδαφος. Σε ό,τι αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, απαιτείται περαιτέρω μελέτη του φαινομένου.
Οπως είπε η κ. Μανωλοπούλου, οι μετρήσεις της ερευνητικής ομάδας έδειξαν πολύ μικρές συγκεντρώσεις Καισίου σε επίπεδο ιχνών. Ωστόσο, αυτές πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή της Πανεπιστημιούπολης, όπου δεν υπάρχουν νοικοκυριά και δεν γίνεται εκτενής καύση ξύλου για τις ανάγκες θέρμανσης. Είναι πολύ πιθανό οι συγκεντρώσεις να είναι μεγαλύτερες σε άλλες αστικές περιοχές με σημαντική χρήση τζακιών και ξυλόσομπας.
Ελληνική ξυλεία
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το Καίσιο δεν ανιχνεύτηκε σε ξυλεία που έχει εισαχθεί από χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στο Τσέρνομπιλ (π.χ. Βουλγαρία), αλλά σε ελληνική ξυλεία, από περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Η κ. Μανωλοπούλου το αποδίδει στις κλιματικές συνθήκες (π.χ. βροχές) που επικρατούσαν όταν το ραδιενεργό νέφος πέρασε από κάθε περιοχή.
Το θέμα της καύσης ξύλου και βιομάζας και οι επιπτώσεις του στο περιβάλλον και την υγεία των αστικών κέντρων απασχόλησε τις εργασίες επιστημονικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη.
Ο ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας στο ΑΠΘ, Λ. Σιχλετίδης, ανέφερε πως η επιβάρυνση από την ημιτελή καύση βιομάζας είναι μεγαλύτερη ακόμα και από αυτήν του καπνίσματος. Σε αυτήν αποδίδονται εν μέρει και η τα αυξανόμενα περιστατικά αδενοκαρκινωμάτων που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια στα νοσοκομεία.
Αφήστε μια απάντηση