ΤΟΠΙΚΑ posted by

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ

Σύμφωνα με την «Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία» (ACS), ο καρκίνος του μαστού είναι το πλέον θανατηφόρο νεόπλασμα στις γυναίκες και ο τρίτος πιο συχνός καρκίνος στον κόσμο. Δεδομένου ότι οι πρόοδοι στη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού έχουν αυξήσει τις πιθανότητες μακροχρόνιας επιβίωσης, η υποτροπή παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρκίνο του μαστού, όπως επίσης και ο……

κίνδυνος εμφάνισης δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου, διαβήτη, καρδιαγγειακής νόσου και οστεοπόρωσης, επειδή αυτοί οι ασθενείς έχουν αυξανόμενες πιθανότητες νοσηρότητας (1). 
Μελέτες έχουν δείξει ότι διάφοροι θρεπτικοί παράγοντες τροποποιούν την πρόοδο της ασθένειας και της πρόγνωσης μετά από τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού (2). Επίσης, τα υπάρχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αύξηση του βάρους είναι κοινή παρατήρηση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά από τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού, η οποία εμφανίζεται σε ποσοστό έως και 100% των γυναικών (3). Σε αντίθεση με τη συνήθη αύξηση βάρους που παρατηρούμε στην παχυσαρκία, η αύξηση βάρους που παρατηρείται σε αυτές τις ασθενείς μετά τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού χαρακτηρίζεται από αύξηση του συνολικού βάρους και του λιπώδους ιστού χωρίς αντίστοιχη αύξηση βάρους της άλιπης μάζας σώματος, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί και μείωση του βάρους της άλιπης μάζας. 
Εκτός από τη δυσμενή επίδραση στην αντίληψη της εικόνας του σωματικού εαυτού και στην ποιότητα της ζωής, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η αύξηση του βάρους μετά τη διάγνωση καρκίνου του μαστού μπορεί να αυξήσει το ποσοστό εμφάνισης υποτροπής και να μειώσει τη μακροχρόνια επιβίωση (4,5). Επιπλέον, η κατανομή του σωματικού λίπους στο ανώτερο κυρίως τμήμα του σώματος έχει σχετιστεί με υψηλότερα επίπεδα μη συνδεδεμένων ορμονών του φύλου καθώς επίσης και με υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης τα οποία μπορεί να έχουν δυσμενή επίδραση στην επιβίωση μετά τη διάγνωση της νόσου. 
Η θέση της «Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας» (ACS) σχετικά με τη διατροφή των γυναικών που πάσχουν από καρκίνο του μαστού είναι η εφαρμογή των διαιτητικών κατευθυντήριων οδηγιών που ισχύουν για την πρόληψη του καρκίνου (Συστάσεις από την Αμερικανική Ένωση κατά του Καρκίνου «American Cancer Society Guidelines for Cancer Prevention») (6). Είναι εμφανές ότι υπάρχει ανάγκη για εφαρμογή συγκεκριμένων διαιτητικών προτύπων -προγραμμάτων στην αντιμετώπιση των ασθενών με καρκίνο του μαστού προσαρμοσμένων στις ελληνικές διατροφικές συνήθειες και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Τέτοιο διαιτητικό πρότυπο αποτελεί η παραδοσιακή διατροφή της Ελλάδας (η κρητική διατροφή πριν από τη δεκαετία του ’60), η οποία έχει αποτελέσει τη βάση της ελληνικής εκδοχής της «Μεσογειακής διατροφής». Οι αναλύσεις των διαιτητικών προτύπων της διατροφής της Κρήτης ανέδειξαν την παρουσία διάφορων προστατευτικών ουσιών, όπως είναι το σελήνιο, η γλουταθειόνη, η ισορροπημένη αναλογία των ω-6/ω-3 απαραίτητων λιπαρών οξέων (EFA), η υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες, διάφορα αντιοξειδωτικά (ειδικά η ρεσβερατρόλη που υπάρχει στο κρασί και οι πολυφαινόλες στο ελαιόλαδο), οι βιταμίνες Ε και C. Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες ουσίες έχει αποδειχθεί ότι σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου του μαστού. 
Τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα για προστασία κατά της ανάπτυξης και εξέλιξης του καρκίνου. Ιδιαίτερα το δεκαεξανοϊκό οξύ (DHA), αυξάνει την ανταπόκριση στα χημειοθεραπευτικά φάρμακα (7,8). 
Μεταβολές στα επίπεδα σεληνίου (Se) στον ορό, που είναι απαραίτητο για την αντιοξειδωτική άμυνα σε γυναίκες με καρκίνο μαστού, φαίνεται να είναι συνέπεια και όχι αιτία καρκίνου. Ενώσεις σεληνίου έχουν δειχθεί να αναστέλλουν την ανάπτυξη καρκινωμάτων σε πειραματόζωα, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά. Εντούτοις, ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο οι ενώσεις σεληνίου ασκούν τη δράση τους δεν είναι γνωστός. Άλλες μελέτες in vitro δείχνουν αξιοσημείωτη αντικαρκινική δράση έναντι νεοπλασματικών κυττάρων και προτείνουν ότι η ενισχυμένη σε σελήνιο δίαιτα έχει δυνητικά πλεονεκτήματα υποστηρίζοντας έτσι τις προσπάθειες για περαιτέρω κλινική εφαρμογή (7,8) 
Oι ισοφλαβόνες ανήκουν στις ασθενείς οιστρογονικές ουσίες, γνωστές ως φυτο-οιστρογόνα, οι οποίες έχουν την ικανότητα σύνδεσης με υποδοχείς οιστρογόνων. Οι ισοφλαβόνες έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον λόγω της πιθανής αντικαρκινικής τους δράσης, των καρδιοπροστατευτικών και οστεοπροστατευτικων αποτελεσμάτων τους, και λόγω της δυνατότητας να παρέχουν ανακούφιση από τα συμπτώματα εμμηνόπαυσης και βελτίωση της ποιότητας ζωής σε άτομα που έχουν επιβιώσει από καρκίνο μαστού. Το κόκκινο τριφύλλι αποτελεί πλούσια πηγή όλων των ισοφλαβονών (γενιστεϊνη, φορμονονετίνη, δαϊδζείνη και βιχανίνη), ενώ περιέχει επίσης σημαντικά ποσά πολυφαινολικών ουσιών, τα οποία είναι γνωστά για τις πιθανές βιοδραστικές αντιοξειδωτικές ιδιότητες τους και την ικανότητα δέσμευσης ελευθέρων ριζών. 
Η μορφή της χρησιμοποιούμενης ισοφλαβόνης, η δόση, η ώρα λήψης και η διάρκεια έκθεσης του οργανισμού σε ισοφλάβόνες, τα επίπεδα των οιστρογόνων στον οργανισμό, τα ατομικά χαρακτηριστικά (π.χ. φύλο, και εμμηνοπαυσιακή κατάσταση) φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στο κατά πόσο οι ενώσεις αυτές θα εμφανίσουν οιστρογονική ή αντι-οιστρογονική δράση (9,8). 
Είναι σημαντική, επίσης, η συστηματική φυσική δραστηριότητα (σύμφωνα με τις διεθνείς συστάσεις για καλή υγεία και έλεγχο σωματικού βάρους – International Association for the Study of Obesity 2004, American Guidelines 2005) με σκοπό την πρόληψη και αντιμετώπιση διαταραχών του σωματικού βάρους αλλά και την προαγωγή της συνολικής κατάστασης της υγείας. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
1. Geoffrey Cannon. Director, Editor. Panel of World Cancer Research Fund. Food, Nutrition and the Prevention of Cancer: a global perspective 1997 
2. Haskel CM & Casciato DA. (2000) Breast cancer in Manual of Clinical Oncology 
3. Rock CL, Denmark-Wahnefried (2002) Journal of Oncology. 20 (15) 
4. Borugian MJ et al (2004). Cancer Epidemiol Biomarkers Rev. 13 (7) 
5. Kumar NB et. al (1997). Breast Cancer Research and Treatment (44) 
6. Βyers T et al. (2002) CA Cancer J Clin 
7. Reddy BS (2000). Cancer Epidemiol Biomark Prev, 
8. Simopoulos AP (2004). Eur J Cancer Prev 
9. Quella S.K et al. (2000). Journal of Clinical Oncology, 
10. This P, Rochefordiere AD et al (2004) Breast Cancer Research

diatrofi.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *