«Μίαν φοράν όταν επήραμεν το Ναύπλιον , ήλθε ο Άμιλτον να με ιδή». Μου είπε ότι: «Πρέπει οι έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύσει».
Εγώ του αποκρίθηκα ότι: « ’Αυτό δε γίνεται ποτέ , ελευθερία ή θάνατος. Εμείς Καπετάν Άμιλτον ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε , άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι , καθώς εμείς , εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη , καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούριά του ήταν πάντοτε ανυπότακτα. Με είπε : Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια»; «Η φρουρά του είναι οι λεγόμενοι κλέφτες , τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά» . ‘Ετσι δεν με ομίλησε πλέον.
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής».)
Τι είναι άραγε αυτό που τόσα χρόνια μετά την τελευταία μάχη του θρυλικού Βασιλιά τον κρατά ακόμα ζωντανό στη μνήμη των Ελλήνων;
Τι είναι αυτό που έκανε τον αγράμματο «Γέρο του Μοριά» να επικαλεστεί τον τελευταίο αυτό μαρτυρικό αυτοκράτορα; Τι είναι αυτό που ονόμασε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο τον Α’, «δωδέκατο»;
Οι λαοί δεν θέλουν να πιστέψουν ότι οι ήρωές τους πεθαίνουν. Ο Ηρακλής δεν πέθανε ποτέ, ανέβηκε σύμφωνα με τη μυθολογία στον Όλυμπο, ο Αλέξανδρος αναζητείται ακόμα από τη γοργόνα «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Ρωτά τους ναυτικούς «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει» απαντούν αυτοί θέλοντας ίσως και αυτοί (και όλοι μας) να το πιστεύουν.
Έτσι μετά την άλωση , οι έλληνες είχαν την ανάγκη να περιμένουν τον ηρωικό αυτοκράτορα να γυρίσει και να ελευθερώσει την Πατρίδα τους. Για αυτούς ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν πέθανε ποτέ. Για πολλούς ζούσε και ζει στα όνειρά τους. Κανείς δεν ξέρει που είναι ο τάφος του, η εκκλησία δεν τον ανακήρυξε άγιο, το έθνος δεν τον τίμησε σαν νεκρό.
Όταν στις 6 Ιανουαρίου 1449 στέφθηκε αυτοκράτορας στο Μυστρά και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, η λεγόμενη αυτοκρατορία περιελάμβανε τη Σηλυβρία, την Πέρινθο, το φρούριο των Εβουατών, τη Μεσημβρία, την Αγχίαλο και τον Βίζωνα.
Τα λίγα νησιά του Αιγαίου που ανήκαν στην Αυτοκρατορία ήταν σε κακή κατάσταση και ελάχιστα ή καθόλου μπορούσαν να βοηθήσουν την Πόλη. Η άλλοτε «βασιλίδα των πόλεων» πλέον αριθμούσε περίπου 80.000 κατοίκους, που δεν ήταν όλοι Έλληνες.
Επιπλέον η Πόλη ζούσε τον θρησκευτικό διχασμό ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς» . Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος την κατάσταση απευθύνθηκε στους δυτικούς «συμμάχους» (κάτι μας θυμίζει σίγουρα αυτό) για βοήθεια. Προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές , επισκεύαζε πυρετωδώς τα χιλιόχρονα τείχη και οργάνωνε συνεχώς τις μικρές του στρατιωτικές δυνάμεις. Ωστόσο ο νέος Σουλτάνος των Οθωμανών Μεχμέτ Β’ στις 15 Απριλίου 1452 άρχισε με χιλιάδες εργάτες να κατασκευάζει στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου το κάστρο «Μπογάζ Κεσέν» το γνωστό Ρουμελί Χισάρ το οποίο απέκοψε τον εφοδιασμό την Κωνσταντινούπολης από τη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν πλέον φανερό πως η απόφαση για πολιορκία της πόλης είχε παρθεί.
Στις 2 Απριλίου 1453 τα πρώτα Οθωμανικά στρατεύματα έφτασαν έξω από τα τείχη της πόλης ενώ στις 5 Απριλίου 1453 έφτασε και ο σουλτάνος Μεχμέτ και έστησε τη σκηνή του απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Στις 21 Μαΐου του 1453 ζητά από τον Κωνσταντίνο την παράδοση της πόλης. Η απάντηση του Κωνσταντίνου αντάξια της χιλιόχρονης ιστορίας της αυτοκρατορίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο.
«Το δεν την πόλην σοι δούναι, ουτ εμόν εστί ουτ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη…….. κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών….»
Η επίθεση ορίστηκε για τη νύχτα της 29ης Μαΐου. Στις 28 Μαΐου τελέστηκε στην Αγία Σοφία η τελευταία χριστιανική ακολουθία την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ , σε λόγο προς το λαό του όπως τον διασώζει ο Σφραντζής τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή. Εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στη δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής «….. Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: αν ειλικρινά υπακούσετε σε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι με τη βοήθεια του Θεού θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία του που κρέμεται επάνω μας».
Την Τρίτη 29 Μαΐου μεταξύ 1.00 και 2.00 εκδηλώθηκε η γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες από όπου οι τούρκοι προσπάθησαν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι υπερασπιστές τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Όμως ο Μεχμέτ Β οργάνωσε πολύ προσεκτικά την Τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών που ήταν κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο αυτοκράτορας πολεμώντας ως απλός στρατιώτης έπεσε στη μάχη και από εκείνη τη στιγμή πέρασε στη σφαίρα του θρύλου.
Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο για την θλιβερή επέτειο της άλωσης