Γράφει ο Δημήτρης Δελιόπουλος.
Φίλτατε και αλησμόνητε Νίκο,
Καθώς πήρα στα χέρια μου την πένα και το χαρτί για να σου γράψω λίγα αποχαιρετιστήρια λόγια, στο νου μου ήρθε η εναρκτήρια φράση του λόγου που εξεφώνησε ένας από τους πλέον καλλιεπείς πολιτικούς ρήτορες του περασμένου αιώνα μπροστά στο φέρετρο του συνεργάτη και φίλου του Λουκή Ακρίτα:
- «Πρόωρος και άδικος υπήρξεν ο θάνατός σου Λουκή…».
Άδικος και απροσδόκητος υπήρξε και ο δικός σου θάνατος, αγαπητέ Νίκο.
Φθίνοντος του Θέρους, ταξιδέψατε με τη λατρευτή σου Γιώτα, προς το Κλεινόν Άστυ, όπου σας καρτερούσαν πλάσματα τρυφερά, γεμάτα αγάπη προς τη γιαγιά και τον παππού. Ήταν η πρωτοθυγατέρα σας Σωτηρία και οι δυο αγγελόμορφες κόρες της, η Ηώ και η Χλόη.
Φευ, όμως, η επίσκεψη αυτή αποδείχτηκε η αρχή του τέλους σου.
Το κονταροχτύπημα με το θάνατο, δεν ήταν το πρώτο στη ζωή σου. Περνώντας την εφηβεία, ένα λάθος των γιατρών στη μετάγγιση αίματος, για μια ήσσονος σημασίας πάθηση, άνοιξε, όπως ήταν επόμενο, μιαν αδυσώπητη πάλη σου με τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου.
Το νεαρό της ηλικίας, η γερή σου κράση και η πάλη των γιατρών στο προσκεφάλι σου, όχι μόνο σε διέσωσαν, αλλά σε παρέδωσαν στη ζωή στιβαρό και ακμαίο.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο γειτονικό παραποτάμιο καμποχώρι, την Κουλούρα, χωριό με λιπαρή γη, αλλά και με παράδοση στην ανάδειξη εκλεκτών επιστημόνων, επέλεξες το δρόμο προς τη Σχολή εκείνη, της οποίας οι απόφοιτοι γυρνούσαν γρήγορα στα πάτρια εδάφη και αφιέρωναν τη ζωή τους στον πρώτο φωτισμό της νεολαίας. Ήταν το έργο του Δασκάλου στο οποίο υπήρξες ένα υπόδειγμα.
Η Πολιτεία όμως ήταν φειδωλή στην ανταμοιβή των κόπων εκείνων των σκαπανέων κι εσύ φιλοδοξούσες να ξεφύγεις από την υπαλληλική μιζέρια. Οι λίγες εκτάσεις γης, κληρονομιά των στοργικών γονιών σου, υπήρξαν Γη της Επαγγελίας στα φίλεργα χέρια σου.
Ακολουθώντας το κλήμα της εποχής, έκαμες τη νύχτα μέρα και σε πολύ λίγα χρόνια μπόρεσες να στήσεις ένα αξιόλογο νοικοκυριό, καλύπτοντας τις στεγαστικές ανάγκες τόσο τις δικές σου, όσο και των παιδιών.
Την ζηλευτή οικογενειακή σας ζωή, τάραξαν κατά καιρούς μόνο προβλήματα υγείας, δικά σου και της Παναγιώτας, από τα οποία όμως βγαίνατε πάντοτε νικητές.
Αγαπητέ Νικόλα,
Με το κείμενο αυτό σου απευθύνω τον αποχαιρετιστήριο λόγο, υπακούοντας στην προτροπή της γνωστής ομάδας των φίλων, με τους οποίους μας συνέδεαν πολύχρονες και άρρηκτες σχέσεις. Σήμερα είμαστε όλοι πάλι εδώ, γύρω σου και αναλογιζόμαστε πόσο πολύ θα λείψεις τόσο από την οικογένειά σου όσο και από όλους εμάς.
Αγαπητέ Νικόλα,
Εδώ θα τερματίσω αυτό που οι αναγνώστες πρέπει να το εκλάβουν ως κοινό μοιρολόι όλων όσων είχαμε την τύχη να σε γνωρίσουν και πολύ περισσότερο να συνεργαστούν μαζί σου.
Απευθυνόμενος στους πονεμένους οικείους σου, θα τους προτείνω μια μωραΐτικη ευχή:
ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ.
Δ. Δ.
Αφήστε μια απάντηση