Γράφει ο Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Συνέχεια από το Μέρος Α’ (κλικ ΕΔΩ)
Η Δεξιά εκπροσωπήθηκε από το Λαϊκό Κόμμα του Κ. Τσαλδάρη με 18,8 % (62 έδρες) και μικρά άλλα κόμματα της δεξιάς που πήραν περίπου 18% των ψήφων και 24 έδρες.
Το συνολικό ποσοστό των κομμάτων της Δεξιάς όμως συγκριτικά με τις εκλογές του 1946 μειώθηκε σημαντικά, από 68% σε 35%.
Το Κέντρο εκπροσωπήθηκε από τρία κόμματα.
(Φιλελεύθεροι με αρχηγό τον Σ. Βενιζέλο, ΕΠΕΚ με αρχηγό τον Πλαστήρα και ΔΣΚ με αρχηγό τον Γ. Παπανδρέου) και έλαβαν συνολικό ποσοστό 44,3% και 136 έδρες συνολικά.
Η Αριστερά παρουσιάστηκε στις εκλογές με το σχήμα της Δημοκρατικής Παράταξης (ΔΠ) που ιδρύθηκε στις 2 Φεβρουαρίου από τον Αλ. Σβώλο (ΣΚ-ΕΛΔ), τον Σ. Χατζήμπεη (Αριστεροί Φιλελεύθεροι) και τον Ι. Σοφιανόπουλο και είχε την υποστήριξη του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, υπό τον Νίκο Πλουμπίδη, συγκέντρωσε τελικά το 9,70% των ψήφων και 18 έδρες.
Το νέο πολιτικό τοπίο ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου και με ανοιχτές τις πληγές του, παρά τη μη ύπαρξη αυτοδυναμίας αναδείκνυε το Κέντρο ως την ανερχόμενη κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Το κόμμα φιλελευθέρων , το ΔΣΚ του Γ. Παπανδρέου και η ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα με 136 έδρες από τις 250 είχαν την απαιτούμενη πλειοψηφία και οι τρεις αρχηγοί απέστειλαν πρωτόκολλο κυβερνητικής συνεργασίας προς το Βασιλιά Παύλο ο οποίος όμως έδωσε την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στο Σ. Βενιζέλο. Μετά από έντονη όμως παρέμβαση του Αμερικανού Πρεσβευτή ο Σ. Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο Πλαστήρας στις 15 Απριλίου 1959 ορκίστηκε Πρωθυπουργός. Ο νέος Πρωθυπουργός σε διάγγελμά του προς το λαό δηλώνει: « η Κυβέρνησις του Κέντρου της οποίας προΐσταμαι θα εκπληρώσει όλας της τας υποσχέσεις με σταθερότητα αλλά και με γοργόν ρυθμόν. Και μεταξύ αυτών πρώτην θέσιν κατέχει εις την εκτίμησιν και εμού και των συνεργατών μου η ειρήνευσις των Ελλήνων…. Οι πολίται όλων των αποχρώσεων καλούνται να εμπιστευθούν εις το κράτος την ασφάλειάν των και την αποκατάστασιν του δικαίου όπου χρειάζεται. Εν τη εφαρμογή της πολιτικής Λήθης η Κυβέρνησις απεφάσισεν ήδη να καταργήση την Μακρόνησον ως στρατόπεδον πολιτικών κρατουμένων ….. Καλώ ολόκληρον τον ελληνικόν λαόν εις συναγερμόν ημερώσεως , εργασίας και χαράς….»
Οι καλές προθέσεις όμως του «Μαύρου καβαλάρη» υπονομεύθηκαν τόσο από την αντικομμουνιστική δεξιά και τα Ανάκτορα και από τους Γ. Παπανδρέου και Σ . Βενιζέλο οι οποίοι δεν κατανοούσαν πλήρως το όραμα εθνικής συμφιλίωσης του στρατηγού Πλαστήρα όσο και από το εξόριστο ΚΚΕ που εγκλωβισμένο στο «αλάθητο» του αρχηγού του ,παρά την καταστροφική αποχή στις εκλογές του 1946, την περιπέτεια και την ήττα στον εμφύλιο, επιδεικνύει την απόλυτη προσήλωση και υποταγή του στη Σοβιετική Ένωση και στις 26 Απριλίου 1950 το πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ αναφέρει:
«Στη συνέντευξή του στους «ΤΑΙΜΣ» του Λονδίνου στις & Απριλίου ο Τίτο ζήτησε να σχηματιστεί η Κυβέρνηση Πλαστήρα σαν όρο σαν όρο για μια συμφωνία του με το μοναρχοφασισμό…….Τον κύριο ρόλο στην Κυβέρνηση Πλαστήρα τον έπαιζαν τέτοιοι παράγοντες όπως οι Παπανδρέας , Τσουδερός και Βενιζέλος , που στην εγκληματικότητα και το μίσος ενάντια στο λαό δεν έχουν τίποτα να δανειστούν από τη δεξιά. Έτσι για μια ακόμη φορά ο Πλαστήρας ξαναγίνεται κάφρος και η Κυβέρνησή του όργανο απόλυτης υποταγής και υπακοής στις διαταγές των Αμερικανών που σε συμμαχία με τον Τίτο προσπαθούν να στρέψουν την Ελλάδα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες».
Η ηγεσία λοιπόν του ΚΚΕ δεν αποβλέπει σε κανενός είδους εθνική συμφιλίωση αλλά στην με κάθε τρόπο στήριξη της πολιτικής της ΕΣΣΔ και κατακεραυνώνει τον Πλαστήρα και τους Έλληνες μετριοπαθείς πολιτικούς που θα μπορούσαν να δώσουν ένα τέλος στα εμφύλια πάθη. Όταν όμως η Κυβέρνηση του Στρατηγού Πλαστήρα μετά την ανακίνηση του Μακεδονικού από τη Γιουγκοσλαβία «πάγωσε» κάθε προσέγγιση και κάθε συνομιλία ανάμεσα στα δύο κράτη, το ΚΚΕ σιωπούσε χαρακτηριστικά . Ίσως γιατί κατά βάθος πίστευε ότι οι αιτιάσεις των Σκοπιανών για το Μακεδονικό ήταν δίκαιες. Κάποιοι από τους σημερινούς διοικούντες εμφορούμενοι από αυτές της ιδέες υπέγραψαν τη συμφωνία των Πρεσπών. Θα κριθούν βέβαια από το λαό και από την Ιστορία.
Μετά από τεσσεράμισι περίπου μήνες τον Αύγουστο του 1950 κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου στο ξενοδοχείο «Τήνιον Πάλας» ο Πλαστήρας δηλώνει στο ακροατήριο που παρακολουθεί κατάπληκτο: « Δυστυχώς κύριοι, η ειρήνευσις είναι αδύνατος υπό την παρούσαν σύνθεσιν της κυβερνήσεως. Οι μετ’ εμού κυβερνώντες δεν συμφωνούν μαζί μου. Η σύνθεσις επομένως της κυβερνήσεως δεν μου επιτρέπει να εφαρμόσω τα εξαγγελθέντα υπ’ εμού μέτρα…. Εάν είχον την πλειοψηφίαν ή εάν την αποκτήσω και σχηματίσω ομοιογενή κυβέρνησιν η πρώτη διαταγή μου θα είναι η κατάργησις της θανατικής ποινής . Η Δευτέρα η επιβολή ευρύτατης επιείκιας».
Αμέσως το κόμμα Φιλελευθέρων απέσυρε τη υποστήριξή του από την Κυβέρνηση και ο Πλαστήρας παραιτήθηκε. « Εδημιουργήθη κυβερνητική κρίσις διότι εις μίαν θρησκευτικήν εορτήν επανέλαβα το «ειρήνη υμίν» του Ιησού διά το οποίο εκείνος κατεδικάσθη από τους τότε Γραμματείς και Φαρισαίους».
Ο Σ. Βενιζέλος εκλεκτός των Ανακτόρων και κυρίως της Βασίλισσας ορκίσθηκε Πρωθυπουργός ενός σχήματος από τους Φιλελεύθερους, Παπανδρεϊκούς και Λαϊκούς και αμέσως έδωσε δείγματα υποταγής στους Αμερικανούς. Η Ελλάδα δήλωσε πως θα συμμετείχε στην εκστρατεία στην Κορέα και σχηματίστηκε ένα τμήμα 800 ανδρών με επικεφαλής τον Υποστράτηγο Σ. Γκίκα το οποίο αναχώρησε άμεσα για την Κορέα.
Εν μέσω ενός νοσηρού κλίματος αποχωρήσεων Βουλευτών, διάλυσης κομμάτων , σύστασης νέων πολιτικών σχηματισμών οι τρεις Κεντρώοι πολιτικοί (Βενιζέλος , Παπανδρέου , Πλαστήρας συμφωνούν να προκηρύξουν εκλογές για τις 9 Σεπτεμβρίου του 1951.
Στις 29 Μαΐου 1951 αιφνιδίως ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχιστρατηγία προετοιμάζοντας την κάθοδό του στην πολιτική ως ο «ισχυρός άνδρας» της Δεξιάς. Την επόμενη ημέρα αξιωματικοί ενταγμένοι στην οργάνωση ΙΔΕΑ θεωρώντας πως ο Στρατάρχης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ,οργάνωσαν πραξικόπημα το οποίο κατέστειλε άμεσα και μόνο με την εμφάνισή του ο Παπάγος.
Το οξύμωρο εδώ είναι πως ενώ πάντα υπήρχε η αίσθηση πως ο Παπάγος ήταν ο «εκλεκτός» των Ανακτόρων , η πραγματικότητα ήταν πως οι Βασιλείς (Βασιλιάς και Βασίλισσα) δεν ήθελαν την κάθοδο του Παπάγου στην πολιτική καθώς αυτός μάλλον δεν θα έπαιζε το ρόλο του πειθήνιου πολιτικού που αυτοί επιθυμούσαν.
Έτσι, μόλις στις 30 Ιουλίου 1951 ανακοινώνει την κάθοδό στην πολιτική, ο Βασιλιάς Παύλος καλεί τον Αρχηγό ΓΕΣ Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον διατάζει να συλλάβει τον Στρατάρχη γιατί έπρεπε κατά τη γνώμη του να πάρει πρώτα την άδειά του. « Να συλλάβω τον Στρατάρχη; Μεγαλειότατε με μένα δεν γίνεται αυτό» απαντά ο κατάπληκτος Στρατηγός Τσακαλώτος.
Παράλληλα στις 3 Αυγούστου 1951 αναγγέλθηκε η ίδρυση της «Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς» (ΕΔΑ) από το :Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ι. Πασαλίδης), το Δημοκρατικό Συναγερμό (Δ. Μαριόλης), τους Δημοκρατικούς Φιλελεύθερους (Ν. Γρηγοριάδης, Σ. Χατζήμπεης ), το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (Μ. Κύρκος), την Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών (Η. Παπαχρήστου, Ι. Κοκορέλης).
Δεν συμμετείχε το ΣΚΕΛΔ των Τσιριμώκου- Σβώλου που είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση του ΕΑΜ. Φυσικά η όλη προσπάθεια τελούσε υπό την μυστική καθοδήγηση του ΚΚΕ και σημαντική οργανωτική βοήθεια πρόσφερε ο (κρυπτόμενος) Ν. Πλουμπίδης.
Οι εκλογές έγιναν στις 9 Σεπτεμβρίου 1951 από την κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Το σύστημα αυτό ευνοούσε τα τρία πρώτα κόμματα ή συνασπισμούς. Έτσι ο Συναγερμός του Στρατάρχη Παπάγου με 36,53% παίρνει 114 έδρες , η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα με 23,49 % Παίρνει 74 έδρες, το Κόμμα φιλελευθέρων του Σ. Βενιζέλου με 19,04 % παίρνει 57 έδρες και η ΕΔΑ με 10,57 % παίρνει 10 έδρες. Παρότι ο «Ελληνικός Συναγερμός» κατέλαβε την πρώτη θέση ,δεν είχε και την αυτοδυναμία και στις 27 Οκτωβρίου 1951, ο Νικόλαος Πλαστήρας ανέλαβε Πρωθυπουργός μιας Κυβέρνησης ΕΠΕΚ – Φιλελευθέρων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οκτώ ημέρες πριν, στις 19 Οκτωβρίου αιφνίδια αρχίζει στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του καθώς ο ΙΔΕΑ κινώντας αόρατα τα νήματα τορπίλιζε από την αρχή την νέα (και τελευταία) Κυβέρνηση του «Μαύρου Καβαλλάρη).
Ο Πλαστήρας στις 17 Νοεμβρίου 1951 δηλώνει: «Ο Μπελογιάννης και μετ’ αυτού καταδικασθέντες σε θάνατο από το έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών δεν πρόκειται να εκτελεσθούν. Απόφασις της Κυβερνήσεως είναι δι‘ αδικήματα διαπραχθέντα προ της 1ης Νοεμβρίου 1951 , οπότε η παρούσα Κυβέρνησις δεν ευρίσκετο εις την Αρχήν , αι τυχόν επιβαλλόμεναι θανατικαί ποιναί διά κομμουνιστικήν δράσιν θα υπήγοντο εις την ρύθμισην , η οποία είχε συμφωνηθή δι’ όλας τας μέχρι τούδε επιβληθείσας και μη εκτελεσθείσας θανατικάς καταδίκας».
Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια Προαστίων της Ελληνικής Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, να αξιοποιήσουν το νόμο «περί κατασκοπείας».
Αφήστε μια απάντηση