Γράφει ο Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Συνέχεια από το Μέρος Α’ (κλικ ΕΔΩ)
Ευτυχώς για μας, για την ιστορία του 11ου αιώνα και των γεγονότων που εξετάζουμε , έγραψαν αρκετοί συγγραφείς κυρίως σύγχρονοι των γεγονότων και έτσι μπορούμε παρόλες τις διαφορές αντιλήψεων και τις μεροληψίες να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για τα γεγονότα.
Οι συγγραφείς αυτοί ήταν : ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αυτόπτης μάρτυραςτων πολέμων εναντίον των Τούρκων , ο Μιχαήλ Ψελλός με τη «χρονογραφία» του η οποία μεροληπτεί βέβαια καθώς ο ίδιος έπαιξε ολέθριο ρόλο στα γεγονότα, η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Ι. Ζωναράς , ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ο Γεώργιος Κεδρηνός , η Άννα Κομνηνή τα «Gesta Roberi Wiscardi» έργι Νορμανδού συγγραφέα από την Απουλία που εξιστορεί τα κατορθώματα του Νορμανδού ηγεμόνα Ροβέρτου Γυισκάρδου κ.α.
Οι Μακεδόνες Αυτοκράτορες είχαν κατορθώσει να διατηρούν το θεματικό στρατό , να προστατεύουν τους μικροκαλλιεργητές και να τιθασεύουν τη δύναμη των «Δυνατών» .
‘Όλα όμως άλλαξαν μετά το 1025 χρονιά του θανάτου του Βασιλείου Β’ καθώς οι διάδοχοί του φάνηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν αυτή την εύθραυστη ισορροπία. Έτσι θα εγκαταλειφθεί ο εθνικός στρατός , καθώς το μέτρο εξαγορασμού της στρατιωτική θητείας που πήρε ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος και η απουσία οικονομικών κινήτρων για τους στρατιώτες-καλλιεργητές, ουσιαστικά διέλυσε τον εθνικό θεματικό στρατό στον οποίο στηρίχθηκε για αιώνες η στρατιωτική ισχύς της Αυτοκρατορίας.
Όταν έγινε Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας (1059-1067) η κατάσταση έγινε δραματικά καθώς αυτός κατεξοχήν εκπρόσωπος της γραφειοκρατίας και αντίπαλος των στρατιωτικών εισήγαγε πνεύμα αντιστρατιωτικό στην Αυτοκρατορία πιστεύοντας πως θα επιλύει τα προβλήματα με τους άλλους λαούς με ειρηνικά μέσα. Την ίδια ώρα ο νέος Σουλτάνος των Σελτζούκων ο Αλπ- Αρσλάν θα κυριεύσει και θα λεηλατήσει άγρια την Αρμενική Πρωτεύουσα Ανί. Το 1067 η Καισάρεια της Καππαδοκίας , η πόλη του Αγίου Βασιλείου θα νιώσει την αγριότητα των επιδρομέων την ίδια ώρα που ο άρρωστος και ετοιμοθάνατος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας θα προσπαθεί να διατηρήσει την εξουσία για την οικογένειά του υποχρεώνοντας την όμορφη ,νεαρή σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα να ορκιστεί παρουσία του Πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνου πως δεν θα ξαναπαντρευτεί έτσι ώστε να περάσει ο θρόνος στον γιο του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα ή Μιχαήλ Παραπινάκη όπως ονομάστηκε αργότερα.
Ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 22 Μαΐου 1067 αφήνοντας στο θρόνο τον ανήλικο γιο του Μιχαήλ Ζ’ υπό την επιτροπεία της μητέρας του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας και την βοήθεια του θείου του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα ο οποίος φιλοδοξούσε να ασκήσει αυτός την ουσιαστική εξουσία καθώς ο ανηψιός του ελάχιστο ενδιαφέρον έδειχνε για την πολιτική.
Η κατάσταση της αυτοκρατορίας όμως γινόταν ολοένα και πιο δραματική καθώς και στο Βορρά αλλά κυρίως στην Ανατολή οι επιδρομείς γινόταν όλο και πιο τολμηροί αντιλαμβανόμενοι την συνεχώς επιδεινούμενη παράλυση της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας . γράφει στη χρονογραφία του ο Ι . Ζωναράς: « ώστε συμβαίνειν θρασύνεσθαι μεν το βαρβαρικόν , συστέλλεσθαι δε και ταπεινούσθαι τα των Ρωμαίων στρατεύματα».
Τα Βυζαντινά στρατεύματα ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση εξαιτίας της αντιστρατιωτικής πολιτικής των Αυτοκρατόρων . «Ολίγους άνδρας και τούτους συγκεφυκότας τη πενία και πανοπλίας εστερημένους και ίππου πολεμικής εκ πλείονος γαρ παραμεληθέντες …………και τον αφωρισμένον οψωνιασμόν μη απειληφότας ……….. ούτως εις έσατην ταλαιπωρίαν συνελαθέντας δειλούς και ανάλκιδας» , γράφει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης.
Σ’ αυτήν την ταραγμένη και επικίνδυνη περίοδο που έμπαινε η Αυτοκρατορία θα περίμενε κανείς να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά του κράτους , να αξιοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις και να δοθεί με ενότητα ο «υπέρ πάντων αγών» για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας . Αντί γι αυτό ο ετοιμοθάνατος και απόλεμος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας θα κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει τη Βασιλεία για τον γιο του Μιχαήλ , μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού του «Ύπατου των φιλοσόφων» ο οποίος γέμισε το μυαλό του μαθητή του με απέραντες γνώσεις , εντελώς άσχετες όμως με το έργο που θα καλούνταν να επιτελέσει , πράγμα που θα αποδειχθεί περίτρανα όταν ο Μιχαήλ Ζ’ γίνει Αυτοκράτορας. Ο Ψελλός θα γίνει τότε «παραδυναστεύων» και με μια λογική Μαρίας Αντουανέττας αυτός και ο μαθητής του θα πωλούν το σιτάρι στον εξαθλιωμένο Βυζαντινό λαό «παρά ένα πινάκιον» , επίτευγμα που θα του χαρίσει το προσωνύμιο « Παραπινάκιος» και μια εξαιρετική θέση στην επετηρίδα των χειρότερων Αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εκτός όμως από αυτούς τους αδίστακτους αριβίστες υπήρχαν και αυτοί που όντως ανησυχούσαν για την τύχη του λαού και του κράτους . Έτσι η Αυτοκράτειρα Ευδοκία μακρεμβολίτισσα θα καταφέρει να πείσει τον Πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο να την απαλλάξει από τον όρκο ώστε να μπορέσει να παντρευτεί έναν ικανό και δραστήριο άνδρα που θα κατάφερνε να στήσει ξανά στα πόδια της την Αυτοκρατορία.
Την πρωτοβουλία της Αυτοκράτειρας στήριζε ένα μέρος της Συγκλήτου και μεγάλο μέρος των στρατιωτικών που έβλεπαν την καταστροφή να πλησιάζει.
Σύμφωνα με το Ζωναρά και τον Συνεχιστή του Σκυλίτζη η Ευδοκία θα εξαπατήσει τον Πατριάρχη ειδοποιώντας τον πως θέλει να παντρευτεί κάποιον Βάρδα αδελφό ή ανιψιό του Πατριάρχη , αυτός κολακευμένος όχι μόνο την απάλλαξε από τον όρκο αλλά έπεισε και τους συγκλητικούς που αντιδρούσαν . Η εκδοχή αυτή όμως αμφισβητείται καθώς θεωρείται από νεότερους μελετητές πως επινοήθηκε από υποστηρικτές της οικογένειας των Δουκών. Άλλωστε ο Μιχαήλ Ατταλειάτης δεν αναφέρει κάτι σχετικό με δόλο, αλλά πως οι Συγκλητικοί και ο Πατριάρχης προέτρεψαν την Ευδοκία να παντρευτεί έναν δυναμικό , ικανό και γνώστη της πολεμικής τέχνης άνδρα, μιας και οι περιστάσεις επέβαλλαν μια τέτοια επιλογή.
Την Πρωτοχρονιά του 1068 μ.Χ. λοιπόν, η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα θα παντρευτεί αιφνιδιαστικά τον εκλεκτό της Ρωμανό Δ’ Διογένη. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με αυτήν την επιλογή , την αλλαγή στάσης του Πατριάρχη και των Συγκλητικών φυσικά έγιναν κρυφά και γι’ αυτό ο κατ’ εξοχήν υποστηρικτής των Δουκών θα αιφνιδιαστεί ολοκληρωτικά όταν η Ευδοκία θα του δηλώσει ξερά: « Ο γαρ του Διογένους υιός Ρωμανός του βασιλεύειν ηξίωται και των άλλων προκέκριται». Ο Μιχαήλ Ψελλός στο άκουσμα αυτών των λόγων πάγωσε « επάγην ακούσας ευθύς και ότι γενοίμην ουκ έχων», ακολούθως και για να κερδίσει χρόνο μάλλον , θύμισε στην Αυτοκράτειρα πως πρέπει να ενημερωθεί ο γιος της Μιχαήλ, « εγώ δε ετεταράγμην και μοι τις κλόνος εξαπιναίως διέσεισε τα οστά» . Η Ευδοκία μαζί με τον Ψελλό πηγαίνει στον κοιτώνα του γιού της και μεταξύ άλλων του λέει «………..δέξαι τον πατρωόν αντί πατρός , ουκ άρχοντα , αλλ’ υπείκοντα τοιούτον γαρ σοι τούτον εν γράμμασιν η μήτηρ εδέσμησεν». (Μ. Ψελλός, χρονογραφία)
Ο Μιχαήλ θα συμφωνήσει και θα παρευρεθεί στην γαμήλια τελετή όπως και ο θείος του Καίσαρας Ιωάννης Δούκας.
Έτσι στις αρχές του 1068 μ.Χ η Αυτοκρατορία θα έχει στο τιμόνι της έναν δυναμικό, ικανό και γνώστη της στρατιωτικής και πολεμικής τέχνης ηγέτη, που ήταν τόσο απαραίτητος στις κρίσιμες εκείνες ώρες για το μέλλον της Αυτοκρατορίας.
Η στρατιωτική αξία και η προσωπική ανδρεία του Ρωμανού ήταν τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην επιλογή του χωρίς να αποκλείεται και η προσωπική έλξη που μπορεί να αισθάνθηκε η Αυτοκράτειρα για τον εντυπωσιακό Καππαδόκη Στρατηγό.
Γράφει σχετικά ο Ι. Ζωναράς: « Ου γαρ δι’ ακολασίαν αυτήν φασίν ουδ’ ηττηθείσαν ηδονής εαυτή προσαρμόσαι τον Διογένην , αλλ’ ως άνδρα δραστήριον και τα πολέμια δόκιμον και την ισχύν απαράμιλλον επιστήσαι αυτόν ιν’ η βαρβαρική φορά επισχεθείη ποσώς , αυτού τούτοις αντερείσαντος τους βραχίονας».
Ποιος όμως ήταν αυτός ο Ρωμανός Δ’ Διογένης για χάρη του οποίου δημιουργήθηκε όλο αυτό το παρασκήνιο;
Η οικογένεια των Διογένηδων ανήκε στη στρατιωτική αριστοκρατία του 10ου και 11ου αιώνα που ουσιαστικά διαμόρφωσε την πολιτική ιστορία του 11ου αιώνα και όχι μόνο μιας και μέχει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εκπρόσωποι της στρατιωτικής αυτής αριστοκρατίας θα κυβερνήσουν το κράτος (Κομνηνοί , Παλαιολόγοι).
Καταγόταν από την Καππαδοκία και συγγένευαν με τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες των Λεκαπηνών , των Τζιμησκήδων , των Φωκάδων , των Μαλέινων , των Κουρκούων. Η καταγωγή τους αυτή ,όπως και οι συγγένειές τους καθορίζουν και τις επιλογές στρατοπέδων που αυτοί έκαμαν. Πήραν το μέρος των Αυτοκρατόρων της μακεδονικής δυναστείας και ο πατέρας του Ρωμανού Διογένη, Κωνσταντίνος Διογένης ήταν ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του Βασίλειου Β’ Βουλγαροκτόνου στις επιχειρήσεις του εναντίον των Βουλγάρων. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως υπάρχουν μελετητές όπως ο Gregoire στο έργο του (Digenis Akritas), που ταυτίζουν τον περίφημο Διγενή Ακρίτα με την οικογένεια των Διογένηδων.
Ο Κωνσταντίνος Διογένης μετά την επιτυχή του δράση διορίστηκε Δούκας της Βουλγαρίας και εκεί πολέμησε με επιτυχία τους Πετσενέγους . Αργότερα κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε στάση κατά του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’ Αργυρού (με τον οποίον ήταν συγγενείς) και οδηγήθηκε στη Κωνσταντινούπολη όπου κλείστηκε σε μοναστήρι. Παρόλο το γεγονός ότι εκάρη μοναχός κατηγορήθηκε εκ νέου για συνομωσία (πιθανόν κάποιοι ήθελαν να απαλλαγούν οριστικά, από αυτόν) και οδηγήθηκε στο ανάκτορο των Βλαχερνών όπου «….. εαυτόν αποκρημνίσας του τείχους και εκτραχηλισθείς απέθανε ριφείς μετά των αυτοφόνων» .
Το τέλος του Κωνσταντίνου Διογένη θα προδιαγράψει και το τέλος του γιου του όπως και πολλών μελών της στρατιωτικής αριστοκρατίας οι οποίοι δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σ’ αυτόν τον αδυσώπητο αγώνα μεταξύ των φατριών την ώρα που οι Τούρκοι πλησίαζαν απειλητικά και σχεδίαζαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας.
Αφήστε μια απάντηση