Γράφει η Χοροδιδάσκαλος του συλλόγου Κυψέλης
Βεσυροπούλου Ζωή
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολύ δακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι.»… Αυτά τα λόγια από τη δημοτική μας παράδοση, μας συνόδευαν συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της εκδρομής.
Η επίσκεψή μας στην Αγιά Σοφιά, το σύμβολο του Χριστιανισμού, στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Πατριαρχείο, στη Ζωοδόχο πηγή στο Μπαλουκλή, στην Παναγιά των Βλαχερνών όπου πρωτοψάλθηκε ο ακάθιστος ύμνος, στο Πέρα, στο Υδραγωγείο του Ιουστινιανού, στη σχολή της Χάγης, του γένους, στα Πριγκιπόνησα και στο Βόσπορο γέμιζε συνεχώς με δάκρυα τα μάτια μας.
Ποιος θα μπορούσε εξάλλου να ξεχάσει την πολύπλοκη και συχνά αιματηρή ιστορία τόσων αιώνων, καθώς και τις όμορφες παραδόσεις για την κλειστή πύλη της Αγίας Σοφίας, το μαρμαρωμένο βασιλιά, τα μισοτηγανισμένα ψάρια στο Μπαλουκλή.
Μεθυσμένοι από το όραμα της Κωνσταντινούπολης, περπατούσαμε στα σοκάκια της, όπου τα ελληνικά αρχοντικά σπίτια ξεπρόβαλλαν συνεχώς μπροστά μας ως μάρτυρες της ελληνικής ταυτότητας της Πόλης.
Νιώσαμε έντονα ότι βρισκόμαστε συμπρωταγωνιστές στο έργο «Πολίτικη Κουζίνα» όταν συναντήσαμε τον Έλληνα Γιάννη να πουλά τα μπαχαρικά του και να δίνει γευστικές συμβουλές σε ένα ολόιδιο κατάστημα με αυτό της ταινίας, μέσα στην Αιγυπτιακή αγορά. Η συζήτηση μαζί του έφερε πόνο και πίκρα για τη ζωή των Ελλήνων εκεί. Από τη μέθη και τη μαγεία της σκηνής, επανήλθαμε στην ωμή πραγματικότητα με το κάλεσμα του Μουεζίνη για προσευχή. Ωστόσο, κάθε λεπτό που περνούσε σε αυτή την πόλη σε έκανε να νιώθεις πιο γεμάτος και πιο ολοκληρωμένος.
Την ημέρα της επιστροφής, πήραμε το δρόμο με σκοπό να συναντήσουμε το χωριό Ova yenice. Η ελληνική ονομασία του χωριού είναι Νεοχώρι. Βρίσκεται στο Δήμο Σηλυβρίας, πενήντα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Ως τον Ιούλιο του ’24, το συγκεκριμένο χωριό κατοικούνταν από Έλληνες, οι οποίοι ως πρόσφυγες, κατέφυγαν στο σημερινό χωριό Κυψέλη. Σε λίγο το χωριό Ovi yenice, το δικό μας χωριό, ξεπρόβαλλε μπροστά μας ως απομηχανής Θεός, για να ξυπνήσει σε όλους μας αναμνήσεις που έχουμε ακούσει από τα χείλη γονέων και παππούδων. Η υποδοχή των Τούρκων ήταν πράγματι μη αναμενόμενη. Ένα ολόκληρο χωριό μας περίμενε. Μας υποδέχτηκαν με όργανα ως μακρινούς τους συγγενείς και εμείς τους τονίσαμε πως τα αισθήματά μας ήταν πολύ φιλικά, καθότι γνωρίζαμε πως και οι δικοί τους πρόγονοι κατά την ανταλλαγή του πληθυσμού, άφησαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στη Νεάπολη Κοζάνης και μεταφέρθηκαν στην Τουρκία στο Νεοχώρι της Ανατολικής Θράκης και στο χωριό Ovi yenice της επαρχίας Gatalga.
Η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη, όταν από τις ερωτήσεις μας ξεδιπλώνονταν οι αφηγήσεις των προγόνων μας. Η ιστορία του χωριού συμπληρωνόταν κομμάτι- κομμάτι σαν μικρό παζλ. Το πλατάνι που γινόταν οι χοροί, το ρέμα που ψάρευαν πλάι στο ξωκκλήσι των Αγίων Πάντων, το καφενείο του παππού του Δ. Βακαρέλου, η βρύση με τις στέρνες, τα τρία –τέσσερα διώροφα σπίτια που ήταν ακόμη κατοικήσιμα, το καφενείο όπου έγινε το γλέντι των Ελλήνων για τελευταία φορά μια μέρα πριν πάρουν το δρόμο για την προσφυγιά, ο χώρος όπου βρισκόταν η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το διώροφο πέτρινο σχολείο, ήταν αυτά που ανακαλύψαμε από τις ερωτήσεις που τους κάναμε.
Αποκορύφωμα της συγκίνησής μας αποτέλεσε η εύρεση του νεκροταφείου. Εκεί ανάβοντας τρία κεριά, σταθήκαμε σιωπηλοί και άφωνοι για αρκετή ώρα. Στο παλιό καφενείο οι Τούρκοι μας προσέφεραν τσάι, καφέ, προσωπικά δώρα για τον καθέναν μας, χώμα και δέντρα από το χωριό, ως σύμβολο ειρήνης και φιλίας. Ο παλαιότερος απόγονος Θρακιωτών από την ομάδα μας, έκανε δώρο στον Πρόεδρο του χωριού μια ελιά και την σπείρανε μαζί στο χωριό, όπου παλιά στεγάζονταν ο Ναός του Αγίου Γεωργίου. Οι δύο πολιτισμοί ενώθηκαν καθώς όλοι μαζί χορέψαμε ελληνικούς και τούρκικους σκοπούς, αφού όπως είναι γνωστό ο χορός ενώνει τους ανθρώπους. Συνειδητοποίησα καθώς παρατηρούσα όλα αυτά, πως ήταν σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Σαν να είχαμε γεννηθεί όλοι εκεί.
Λίγο πριν ανέβουμε στο λεωφορείο, ακούστηκε αυθόρμητα το τραγούδι «Εμείς εδώ δεν ήρθαμε» και πάλι γίναμε όλοι ένα και με αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα φύγαμε αφήνοντας τους φιλόξενους και τόσο φιλικούς Τούρκους. Με το βλέμμα πλέον στη Δύση, μα με την καρδιά μας στην Ανατολή, απομακρυνόμασταν και χάναμε από τα μάτια μας το χωριό των προγόνων μας. Βουβά, σκεπτικά πρόσωπα αντίκρισα καθώς κοιτούσα πλάι μου. Ωστόσο , η ικανοποίηση ήταν τόσο μα τόσο έκδηλη στα θλιμμένα μάτια όλων μας. Είχαμε κάνει το χρέος μας, είχαμε προσκυνήσει τα πάτρια εδάφη μας και τώρα πλέον νιώθαμε πως οι πρόγονοί μας θα «κοιμούνται» ήρεμοι, αφού εμείς, η δεύτερη και Τρίτη γενιά των Θρακιωτών, μπόρεσε να ζήσει αυτό που δε μπόρεσαν οι ίδιοι. Να περπατήσουν στους δρόμους του χωριού, να πιουν νερό από την κεντρική βρύση, να καθίσουν κάτω από τον ίσκιο του Πλάτανου και να φιλήσουν το χώμα που γεννήθηκαν. Εμείς πήγαμε σε αυτή τη χιλιο-ειπωμένη λέξη που ακούγαμε με τόσο πόνο από τα χείλη τους. ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ… είδαμε , περπατήσαμε, χορέψαμε, κλάψαμε… ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ!
Αφήστε μια απάντηση