Αν δούμε την ιστορία από παλιά, ουσίες εξαρτησιογόνες υπήρχαν. Ο άνθρωπος ήταν εκείνος που στην ανάγκη να στηριχθεί σε κάθε είδους πόνο, τις αναζήτησε και τις βρήκε. Έτσι πρώτος ο Όμηρος αναφέρει για την ωραία Ελένη ότι κάτι έριξε στο ποτό του Τηλέμαχου για να τον κάνει να ξεχάσει τις πίκρες και τους καημούς του. Τα μαντεία αποτελούσαν χώρους χρήσης ουσιών, που με τις αναθυμιάσεις τους δημιουργούσαν το κατάλληλο κλίμα και διάθεση στους μάντεις για να δώσουν τον οποιοδήποτε χρησμό.
Τον τελευταίο αιώνα στη χώρα μας, αρχικά δημιουργήθηκαν από την εισαγωγή ναρκωτικών κυρίως από Τουρκία, τα πρώτα στέκια και οι τεκέδες, αρχίζει να δημιουργείται το πρόβλημα και στη συνείδηση του πολίτη ταυτίζεται ο χασικλής ή ο ηρωινομανής με τον κακούργο, μια και το απλό μυαλό συνέδεσε τη χρήση με τις φυλακές και τις φυλακές με την παρανομία, διατηρώντας έτσι ακόμη και τώρα, συνεχώς λιγότερο, τη χρήση του όρου σαν ύβρη.
Μέρος της προσπάθειας ενημέρωσης του κοινού και του απλού πολίτη, είναι η απομυθοποίηση ενός τέτοιου σήματος. Στην πράξη ο ταλαιπωρημένος νέος προβαίνει σε μια παράνομη πράξη – διάρρηξη ενός φαρμακείου, σπάσιμο αυτοκινήτου, κλοπές, ληστείες κλπ. – για να εξασφαλίσει τη δόση του, εκποιώντας σε εξευτελιστική τιμή τα παράνομα αποκτηθέντα. Εδώ γεννώνται τα πρώτα ερωτήματα, για να αντιληφθούμε το πότε κάποιος γίνεται εξαρτημένος προβαίνοντας σε τέτοιες πράξεις, θα πρέπει να δούμε τα κίνητρα που τον ωθούν να δοκιμάσει τα ναρκωτικά. Αίτια λοιπόν θεωρούνται η περιέργεια, η ανία, η μίμηση, η μόδα, αλλά κυρίως η πίεση των φίλων. Το να είναι in στη σημερινή παρέα, δεν σε συμπαρασύρει μόνο στο να αγοράζεις μόνο μπλουζάκια ή παπούτσια μιας μεγάλης φίρμας, αλλά και στο να σε σπρώξει στη δοκιμή κάποιου ελαφρού, έτσι για πλάκα ή το χειρότερο να δεχθείς την ΄΄άσπρη΄΄, όταν στην παρέα κάποιος την περνάει στην πορεία της σποραδικής χρήσης μαριχουάνας.
Λένε χαρακτηριστικά τα παιδιά, κάπνιζα χασίς για κάποιο διάστημα όταν μου πρότειναν την ηρωίνη. Δεν μπορούσα να αρνηθώ επειδή θα βρισκόμουν εκτός παρέας ή κυκλώματος, ήθελα τέλος πάντων να είμαι in. O πληθυσμός τον εξαρτησιογόνων νέων μεγαλώνει σε ένα κοινωνικό, οικογενειακό, οικονομικό και πολιτικό χώρο που έχει ορισμένα χαρακτηριστικά και διάφορα δυναμικά. Σύμφωνα με αυτά, ο νέος διαμορφώνει την προσωπικότητά του αρχίζοντας με το σπίτι, το σχολείο και την ωριμάζει θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με τα τραύματα ή τα βιώματα που ζει. Το αίσθημα της ασφάλειας που πρέπει να τον διέπει, είναι αυτό που ίσως κάποτε θα γύρει την πλάστιγγα στην ανάγκη της χρησιμοποίησης ενός υποβοηθήματος – δεκανίκι. Στην αρχή της ζωής του ο νέος είναι σχεδόν απόλυτα εξαρτημένος από τους γονείς του, πλησιάζοντας όμως στην εφηβεία αρχίζει η μεγάλη δοκιμασία, ο νέος προσπαθεί να αποδείξει την αξία του, αισθάνεται άλλοτε ότι τα καταφέρνει, άλλοτε όχι, εύκολα δηλώνει ότι θα εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη, αλλά και ευκολότερα εγκαταλείπει την ιδέα επειδή δεν έχει τα φόντα να ανεξαρτητοποιηθεί. Είναι πράγματι η εποχή που μάχεται με τα προβλήματα του σχολείου, τις οικογένειας, της φιλενάδας ή του φίλου, του αθλητισμού και άλλα, στην προσπάθειά του να αναγνωρισθεί. Οι φράσεις ΄΄μεγάλε είσαι και ο πρώτος΄΄ είναι χαρακτηριστικές και δηλώνουν την κοινωνική πίεση ανταγωνισμού. Εδώ είναι η άτυχη ίσως στιγμή όπου ο καλοθελητής, προβάλλοντας του το άδικο του κατεστημένου και εκμεταλλευόμενος το αίσθημα αποτυχίας μετά από κάποια αστοχία του ή άστοχη συμπεριφορά κάποιου από τους παράγοντες που συναναστρέφεται – καθηγητής, γονέας, φίλος, κλπ. – του προσφέρει μια «λύση», τη χρήση μιας ουσίας που θα τον κάνει ή να τα ξεχάσει ή να τα προσπεράσει, όπως συνήθως υπόσχονται.
Κι εδώ είναι ακριβώς που η ανάγκη ενημέρωσης των παιδιών, είναι επιτακτική. Όταν γνωρίζει τους κινδύνους που σύντομα προαναφέρθηκαν, παράλληλα με άλλα σημαντικά σήματα της ζωής, δεν θα πρέπει να βασισθεί σε υποσχέσεις, αλλά χρησιμοποιώντας τις δικές του δυνάμεις, να δημιουργήσει μια προσωπικότητα ισχυρή που δεν χρειάζεται εξαρτήσεις .
ΕΥΘΥΜΙΟΣ Α. ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛ. ΑΣ.
Αφήστε μια απάντηση