46 χρόνια πέρασαν από το πρωί της 21ης Απρίλη όταν οι κάτοικοι της Αθήνας αντίκρισαν ένα σκηνικό πραγματικού τρόμου.
Τανκς, στρατιωτικά οχήματα και περιπολίες στρατιωτικών στους δρόμους δεν άφηναν αμφιβολία ότι τη νύχτα που πέρασε είχε «γεννήσει» στη χώρα τη στρατιωτική δικτατορία.
Το ραδιόφωνο από πολύ…
νωρίς μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια και συνθήματα, που έκαναν λόγο για κάποια… επανάσταση, η οποία είχε κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα. Στις 6.30 π.μ. μεταδόθηκε ανώνυμη ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν ότι «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας». Λίγο αργότερα μεταδόθηκε και βασιλικό διάταγμα, με το οποίο αναστέλλονταν τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του Συντάγματος περί ατομικών δικαιωμάτων, ελευθεριών κλπ. Τέλος, μεταδόθηκαν ανακοινώσεις για απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων και πολιτών στους δρόμους της Αθήνας, ανάληψης χρημάτων από τις τράπεζες, για διακοπή των μαθημάτων στα σχολεία, για κλείσιμο του χρηματιστηρίου κ.ο.κ.
Οι πραξικοπηματίες είχαν κινηθεί βάσει σχεδίου από τις 2 π.μ. της 21ης Απρίλη. Γρήγορα κατέλαβαν το Πεντάγωνο, τα βασικά υπουργεία και υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες και τους ραδιοσταθμούς. Επίσης συνέλαβαν το νόμιμο πρωθυπουργό Π. Κανελλόπουλο, υπουργούς, πολιτικούς ηγέτες, απλούς πολίτες και, κυρίως, κομμουνιστές και αριστερούς. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μέχρι τις 30 Απρίλη είχαν συλληφθεί 8.270 άνδρες και γυναίκες, από τους οποίους οι 6.118 εκτοπίστηκαν στη Γυάρο. Σύμφωνα, όμως, με τους υπολογισμούς των πολιτικών κομμάτων και των ξένων δημοσιογράφων, οι συλλήψεις έφτασαν τις 10.000 με 12.000. Αυτούς που συνέλαβε η αστυνομία της Αθήνας τους μετέφεραν στην αρχή, για μερικές μέρες, στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Οσους συνέλαβε η αστυνομία Πειραιά τους μετέφεραν στο Στάδιο Καραϊσκάκη, ενώ οι συλληφθέντες από τα προάστια μεταφέρθηκαν στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη διευθύνθηκε από μια ηγετική ομάδα 15 στρατιωτικών – κατά βάση συνταγματαρχών και αντισυνταγματαρχών – στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος (ο δικτάτωρ), ο συνταγματάρχης Ν. Μακαρέζος και ο ταξίαρχος Στ. Παττακός. Ενα βασικό χαρακτηριστικό των οργανωτών του πραξικοπήματος ήταν πως όλοι τους ανήκαν ή είχαν στενές σχέσεις με την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, την περιβόητη ΚΥΠ. Από τους 24 κατηγορούμενους που δικάστηκαν μετά τη μεταπολίτευση ως πρωταίτιοι για το πραξικόπημα, οι περισσότεροι είχαν θητεύσει στην ΚΥΠ ή στο Β` Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ΚΥΠ, η οποία επίσης ήταν συνδεδεμένη με τη CIA, που σημαίνει ότι στο πραξικόπημα είχαν αναμειχθεί και οι Αμερικάνοι.
Οι πρώτες εκδηλώσεις αντίστασης και οι πρώτοι νεκροί
Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Ο Αλέξανδρος Ζαούσης κάνει λόγο για πέντε νεκρούς τη «νύχτα της “Εθνοσωτηρίου”». Πιο γνωστή, όμως, είναι η περίπτωση της δολοφονίας του κομμουνιστή Παναγιώτη Ελή που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στις 25 Απρίλη στον Ιππόδρομο από τον ανθυπίλαρχο Κώτσαρη Κωνσταντίνο.
Οι λαϊκές αντιδράσεις τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος ασφαλώς δεν ήταν αυτές που θα περίμενε κανείς. Ο πολιτικός κόσμος που θα μπορούσε να προετοιμάσει, να προκαλέσει και να ηγηθεί τέτοιων αντιδράσεων, δηλαδή η ΕΔΑ κι ένα τμήμα του Κέντρου, πιάστηκε στον ύπνο, ενώ το ΚΚΕ ήταν παράνομο, με την ηγεσία του εκτός Ελλάδος και χωρίς παράνομες κομματικές οργανώσεις στη χώρα. Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα, ο Ανδρέας Παπανδρέου καθησύχαζε την Αριστερά ότι το πραξικόπημα είχε πάρει αναβολή. Ο ίδιος, ως φαίνεται, περίμενε την εκδήλωσή του από τους στρατηγούς, από τον κύκλο των οποίων είχε πιθανόν κάποια πληροφόρηση. Στο πνεύμα αυτό, στην ΕΔΑ γίνονταν συζητήσεις με θέμα «Γιατί δε θα γίνει πραξικόπημα» (Ο Λ. Κύρκος διαβεβαίωνε τότε όσους αγωνιούσαν ότι «το 1967 δεν είναι 1936») και η αρθρογραφία της «Αυγής» των τελευταίων ημερών είχε επικεντρωθεί ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση. Με βάση όλα τα παραπάνω, εξηγείται και η απουσία σημαντικής λαϊκής αντίδρασης στην επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών. Εντούτοις κάποια λαϊκά ξεσπάσματα υπήρξαν.
Το μεσημέρι της 21ης Απρίλη, στα Γιάννενα σημειώθηκε η πρώτη λαϊκή αντίδραση στο πραξικόπημα, όταν πολλοί φοιτητές με καθηγητές τους συγκεντρώθηκαν γι’ αυτό το λόγο στο προαύλιο του Πανεπιστημίου της πόλης παρουσία και του δημάρχου. Η Χωροφυλακή που επενέβη συνέλαβε 14 φοιτητές και τον δήμαρχο.
Στο Ηράκλειο της Κρήτης ο λαός βγήκε στους δρόμους και πραγματοποίησε μεγάλη συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας, την οποία η Χωροφυλακή δεν κατάφερε να διαλύσει, με αποτέλεσμα να επέμβουν στρατιωτικά τμήματα, τα οποία χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά. Ενας διαδηλωτής, ο Αγγελος Τσαγκαράκης, τραυματίστηκε και 30 άτομα συνελήφθησαν. Μικρές λαϊκές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η δικτατορία κατάφερε να επιβληθεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και η χώρα μετατρεπόταν σε ασθενή στα χέρια του …χειρουργού Γ. Παπαδόπουλου, ο οποίος, στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για λογαριασμό του νέου καθεστώτος, δήλωσε με απόλυτο κυνισμό για τις προθέσεις αυτού και των ομοίων του: «Μην ξεχνάτε κύριοι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον ενός ασθενούς, τον οποίο να έχωμεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά τη διάρκεια της εγχειρήσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει περίπτωσις αντί διά της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας του, να τον οδηγήση εις τον θάνατον… Οι περιορισμοί τους οποίους θα επιβάλωμεν είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της κλίνης διά να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν».
Επτά ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτό το χειρουργείο και το κόψε – ράψε των χειρουργών. Αλλά για να συμβούν όλα αυτά τεράστιες ευθύνες φέρνει και ο αστικός πολιτικός κόσμος.
Το τέλος της Χούντας
Η περίοδος της δικτατορίας δημοσιογραφικά φέρεται να τελείωσε όταν η Χούντα του Ιωαννίδη “κατέρρευσε” στις 24 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, παρόλο που η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε στη θέση της σχεδόν μέχρι το τέλος του έτους. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε τέσσερις ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974) και αποτέλεσε παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι γνωστή με την ονομασία Αττίλας Ι που όμως είχε επέλθει κατάπαυση πυρός. Η Χούντα, που είχε την ευθύνη για την προάσπιση του νησιού, δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε, παραπλανημένη από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών με αποτέλεσμα στην κατάληψη του 4% των εδαφών του νησιού.
Την 24η Ιουλίου έφθασε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το προεδρικό αεροπλάνο της γαλλικής Προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεση του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου (36,4% του εδάφους της) που μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, καταλήφθηκε με τον Αττίλα ΙΙ ο οποίος ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου του 1974, δηλαδή 20 ημέρες μετά, αφότου είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και που ολοκληρώθηκε πέντε ημέρες αργότερα. Οι πραξικοπηματίες αφού τιμήθηκαν προαχθέντες όπως π.χ. ο Δ. Ιωαννίδης που προήχθη σε υποστράτηγο, από τον υπουργό Ε. Αβέρωφ, αργότερα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για τη δράση τους στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Σημειώνεται ότι η ένοπλη κατάληψη της εξουσίας στις 21 Απριλίου και η περίοδος μέχρι και τις 24 Ιουλίου 1973 χαρακτηρίστηκε “στιγμιαίο αδίκημα. Επίσης δεν ασκήθηκε δίωξη για την απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου και το πραξικόπημα που ακολούθησε στην Κύπρο, με συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών που οδήγησαν τη Χώρα σε κίνδυνο πολέμου, αλλά ούτε και ανοίχθηκε μέχρι σήμερα (2013) ο περιβόητος “Φάκελλος της Κύπρου”, παρά τις πολιτικές βαρύγδουπες και πομπώδεις υποσχέσεις που δόθηκαν στον ελληνικό “κυρίαρχο λαό”.
himaira
Αφήστε μια απάντηση