ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο καλός φίλος κ. Τάσος Τασιόπουλος σε επίσκεψή του στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη με παρακάλεσε αν μπορούσα να γράψω ένα μικρό πρόλογο στο εκτυπωνόμενο βιβλίο του «Στις παρυφές της νομιμότητας». Μου άφησε μάλιστα το κείμενό του συγκροτημένο για τύπωμα. Του απάντησα ότι ευχαρίστως θα προλογίσω το βιβλίο του, αν κρίνω ότι είμαι αρμόδιος γι’ αυτό. Πέρασα αρκετές σελίδες του βιβλίου του και διαπίστωσα ότι με χαρακτηριστικά παραδείγματα από την πολιτικοκοινωνική μας ζωή με επιτυχία διατυπωμένα ελέγχει δρώμενα του σημερινού πολιτικοκοινωνικού βίου μας. Ελέγχει και σατιρίζει. Και νομίζω ότι αρκετές φορές δαγκώνει. Ο σκοπός συγγραφέα και βιβλίου είναι έντιμος. Οφείλει ο αναγνώστης να προσέξει τη σκέψη και την πρόθεση του συγγραφέα. Έχουν πλήρη δικαίωση. Χρήσιμο είναι στα χρόνια μας να ελέγξομε ουσιαστικά τον εαυτό μας και να αναζητήσομε απάντηση στο ερώτημα αν καλώς επράξαμε. Η πολιτικοκοινωνική μας σημερινή κατάσταση υπαγορεύει κάποια αναθεώρηση των κοινωνικών μας δραστηριοτήτων. Νομίζω ότι σ’ αυτό το σκοπό μπορεί να βοηθήσει η καλή πρόθεση του συγγραφέα.
Ο συγγραφέας είναι ενημερωμένος πλήρως σε θέματα περιβάλλοντος και αυτοδιοίκησης. Κάνει και συγκεκριμένες παρατηρήσεις σε γεγονότα σχετικά. Οι πληροφορίες του αναφέρονται και στο πρόσφατο παρελθόν και αξίζει ιδιαίτερα να προσεχτούν.
Αυτά με αφορμή ορισμένες τουλάχιστον από τις σελίδες του βιβλίου. Ενός βιβλίου που είναι πολλαπλώς χρήσιμο στον αναγνώστη.
Θεσσαλονίκη, 11.8.2010 |
Εμμανουήλ Κριαράς |
1.- Η ΑΦΟΡΜΗ
– Ένα εντελώς τυχαίο περιστατικό οδήγησε τα πράγματα εδώ.
– Ήταν Φλεβάρης του 2007. Στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντογιατρού της Αλεξάνδρειας περιμένουν τη σειρά τους δυο μαθήτριες, πρώτης Λυκείου, μια νεαρή κυρία, δυο μεσόκοποι κύριοι και ένας πρώην δήμαρχος.
– Ξαφνικά μπαίνει φουριόζος ένας παπάς.
– Οι μικρές κοινωνίες είναι ανοιχτά βιβλία και είναι γνωστές σε όλους οι μικροπεριπέτειες των δημοσίων προσώπων καθώς και ότι κάποιοι ξαλαφρώνουν παγκάρια.
– Οι μαθήτριες του πρόσφεραν τις θέσεις τους. Ο ιερέας στέκεται όρθιος ακουμπισμένος στο μπαστούνι του και στην υπενθύμιση του δημάρχου ότι του προσφέρθηκε θέση απαντάει πως δεν έχει ανάγκη δικηγόρου.
– Ανοίγει η πόρτα του ιατρείου, ο ιερέας αλλάζει φωναχτά κάποιες κουβέντες με τον γιατρό, και φεύγει όπως μπήκε φουριόζος.
– Μεταξύ σοβαρού και αστείου μια από τις μαθήτριες σχολιάζει πως ο παπάς δεν έχει ανάγκη από δικηγόρο γιατί διακατέχεται από το αμβωνικό σύνδρομο και συνήθως βιάζεται για να προλάβει το παγκάρι, όπως βιάζονται όλοι όσοι έχουν ένα δημόσιο παγκάρι για ιδιωτική χρήση.
– Ποιοι είναι αυτοί;
– Εκτός από τους παπάδες, οι δήμαρχοι, οι Νομάρχες, οι Υπουργοί και οι Πρωθυπουργοί και όσοι δημόσιοι λειτουργοί έχουν ένα δημόσιο παγκάρι.
– Όταν αυτά τα υποψιάζεται μια μαθήτρια πρώτης Λυκείου μιας μικρής επαρχιακής πόλης είσαι υποχρεωμένος, εφ’ όσον διαχειρίστηκες δημόσιο παγκάρι, να τα περιγράψεις ξεκινώντας από σένα και από αυτά που ξέρεις από μέσα.
– Γιατί δεν είναι αλήθεια πως όποιος κλέβει το Κράτος δεν κλέβει κανέναν.-
2.- Ο ΜΗΤΣΟΥΛΑΣ
– Τα γεγονότα κύλησαν ραγδαία. Τα γεγονότα κυλούν πάντα ραγδαία στο δήμο «ΠΕΡΑΒΡΕΧΕΙ». Γι’ αυτό και εγώ δεν μπορούσα να αφήσω τον γείτονα να λέει ό,τι θέλει και εγώ να περιμένω τα πάντα από τον αρχηγό, ο οποίος εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να βγάζει λίγο-λίγο απ’ έξω την ουρά του. Φάνηκε πως κάπου το πηγαίνει ο μάγκας να με πουλήσει.
– Βέβαια δεν ήμουνα και εγώ καλό πουλάκι, και όταν του πέταξα εκείνη την σπόντα περί στοιχείων τρελάθηκε. «Α, αρχηγέ, του είπα, καμιά φορά βάζω και ακούω κάτι μαγνητοταινίες που κρατάω στο συρτάρι μου για να ΄χω να θυμάμαι τις παλιές μας μέρες και να ‘ξερες πόσο συγκινούμαι!».
– «Είσαι τρελός, ποιες ταινίες; Τι βλακείες είναι αυτές;» μου λέει.
– «Για ανάμνηση, του λέω, και για τίποτα άλλο».
– Μάλλον δεν με πίστεψε. Τα πήρε για άσφαιρα πυρά, για μπούρδες. Όταν όμως του κόλλησα το ακουστικό του τηλεφώνου στο κασετόφωνο και αναγνώρισε την βραχνή φωνούλα του, τρελάθηκε και μου ‘κλεισε το τηλέφωνο, βρίζοντας Χριστούς και Παναγίες. Βέβαια σε δυο λεπτά μου ξανατηλεφώνησε πολύ μαλακωμένος, σαν Παναγία.
– Εγώ, ο Ζήτουλας, είμαι ο κολλητός του αρχηγού, το πρωτοπαλίκαρό του.
– Ο αρχηγός, ο Μήτσουλας, είναι αυτός για τον οποίο έλιωσα σόλες και ξόδεψα σάλιο πολύ και μπερδεμένο χρήμα για να εκλεγεί δήμαρχος και ο δικός του κολλητός, ο Φίτσουλας, να γίνει Νομάρχης.
– Όπως καταλαβαίνει κανένας εγώ είμαι, ο κολλητός, του κολλητού του Νομάρχη, και εκείνος του Υπουργού.
– Και, εντάξει, εγώ είμαι μέσα, δεν κάνω τον αθώο, αλλά αν είναι να βγάλω την υπόλοιπη ζωή μου στη στενή, τότε, όλοι υπέρ βωμών και εστιών. Και αυτός και ο κολλητός του, και ο κολλητός του κολλητού, και η γκόμενα.
– Για πολλές ζωές τους χώνω μέσα.
– Όχι δημαρχιλίκι και υπουργιλίκι δεν ξαναβλέπουν αλλά ούτε ουρανό δεν ξαναβλέπουν. Αλλά και μέσα να μην τον χώσω τον κυρ-Δήμαρχο η ζωή του θα είναι ένα σκουπίδι.
– Και δεν χρειάζονται πολλά. Φτάνει την εργολαβία του γηπέδου να του βγάλω στη φόρα, μόνον αυτή, άσε τα σούξου-μούξου των εργοστασίων, και τινάχτηκε στον αέρα.
– Σκατά. Το βέβαιο είναι ότι εγώ την έχω άσχημα.
– Πώς άρχισε; Απλά όπως αρχίζουν όλα.
– Με τον βλάκα τον γείτονά μου, που παριστάνει τον οικολόγο, για ένα μαντρί με δυο δέντρα καταμεσής μιας καταπατημένης έκτασης που όλοι την λιγουρεύονταν, άλλοι για βοσκοτόπι, άλλοι για εργοστάσιο, και άλλοι για όργωμα.
– Εντάξει παρανόμησα αλλά τον βλάκα τον γείτονά μου δεν περίμενα να τον τσακώσουν τέτοιες ευαισθησίες την στιγμή μάλιστα που δεν είχε άμεσο προσωπικό συμφέρον. Αυτουνού κανονικά έπρεπε να του είναι διάφορο.
– Πού να το φανταστώ όταν έβαζα την φωτιά. Αν το φανταζόμουνα θα έβαζα τον αρχηγό να μου βγάλει μια άδεια από το δασαρχείο και έκλεινα.
– Τόσο ηλίθιος είμαι.
– Εδώ εν ριπή οφθαλμού, αν έχεις ένα δήμαρχο, σαν τον Μήτσουλα, που έχει έναν Νομάρχη, σαν τον Φίτσουλα, και αυτός έχει έναν Υπουργό, σαν τον Λακαμά, κατεδαφίζεις τον Παρθενώνα, καις δάση, στερεύεις λίμνες και ποτάμια. Ο δήμαρχος θα μου έλυνε το πρόβλημα, όπως έλυσε τα άλλα, με τα αμμοχάλικα, με την λεγόμενη απ’ ευθείας ανάθεση των έργων άρδευσης και ύδρευσης, με τις ενοικιάσεις κτιρίων και εκτάσεων. Αλλά πού να το φανταστώ!
– Τον μάραναν, τον κόπανο τον γείτονά μου, τα τσαλιά που πήγα «να σιάξω» και πήρε «κατά λάθος» η φωτιά, μαντριά και ζωντανά, και τσουρούφλισε και λίγο τον Αλβανό. Σιγά το πράμα. Για λίγα εγκαύματα τρίτου βαθμού θα μιλάμε τώρα.
– Και όμως επέμενε το κάθαρμα. «Είναι λέει ανάγκη. Είμαι, λέει, πενήντα ετών και θυμάμαι την ποταμιά με τα δέντρα και τα μαντριά. Τα δέντρα, λέει, μπορεί να είναι και μεγαλύτερα από μένα». Άκου μπούρδες.
– Τίποτα. Είναι βλάκας ο άνθρωπος, δεν ξέρει και δεν θέλει να εκτιμήσει τον γείτονα απέναντι στον Αλβανό και σε λίγα ξερόχορτα.
– Στο κάτω-κάτω δεν σκότωσα και άνθρωπο, στο νοσοκομείο τον έστειλα. Τώρα, τι έκανε αυτός εκεί, τι με νοιάζει εμένα, ο θεός και η ψυχή του, λέω στην γυναίκα μου.
– Ναι μα έτσι και αποδειχτεί ότι είχα πρόθεση με χώνουν μια ζωή μέσα, ξανασκέφτομαι. Τι θέλεις λοιπόν; Να το παίξω θυσία στο κόμμα, μην εκθέσω το δήμαρχο, τον Νομάρχη ή τον Υπουργό μας;
– Οι εκτάσεις για μένα θα ήταν;
– Όχι βέβαια. Άρα, όχι αγάπη μου, να τρομάξει ο μπάσταρδος, να πάθει αυτός εγκεφαλικό, όχι εγώ.
– Μαζί δεν τα τσεπώναμε; Μαζί θα πληρώσουμε. Δίκαια πράγματα.
– Άκου γυναίκα. Θα πας η ίδια στον τσόγλανο. Ο ένας απέναντι στον άλλο. «Δεν ξέρω τι θα κάνεις», πέστου. «Πώς θα πείσεις ανακριτές και αστυνόμους ή πως θα ξενομίσεις τον δασάρχη, γιατί αν δεν φροντίσεις να βγει ο αντρούλης μου άσπιλος και αμόλυντος, την έβαψες». Αυτό θα του πεις και δεν θα περιμένεις απάντηση. Θα γίνεις μπουχός. Και πρόσεξε μην σου ξεφύγει το μυστικό του κρυψώνα με τις ταινίες, γιατί κάηκες. Αλλά άσε ας πάρω πρώτα ένα τηλέφωνο».
– Τηλεφώνησα πανικόβλητος τον δήμαρχο και του λέω «το και το», «χέστον» μου απαντά γιατί αυτός πάει να κάνει πολιτικό θέμα. «Τον έχεσα», λέω, «μα επενέβη το δασαρχείο και δεν ξέρω το μπουγιουρντί από τα νοσήλεια του Αλβανού και τα έξοδα της νεκροφόρας μέχρι την Αλβανία».
– «Βρε άστους να σφυρίζουν, εμείς δεν κυβερνάμε;», ναι του λέω «μα ο δασάρχης είναι με τους άλλους και μην περιμένεις κατανόηση».
– Ξαναγυρνώ στον γείτονα. «Βρε άνθρωπέ μου είσαι καλά; Έχω λαδώσει το σύμπαν, έχω ρίξει χρήμα, μόνο τον Πρωθυπουργό δεν λάδωσα ακόμα, αλλά αν χρειαστεί θα φτάσω και εκεί, τι θέλεις;».
– «Όσο ζω εγώ δεν θα μείνει έτσι αυτή η ιστορία» του έγινε έμμονη ιδέα, κόλλησε η βελόνα στον βλάκα, τον ντεμέκ οικολόγο.
– Άκου βεβαιότητα!!
– Άρχισε να παίρνει έκταση το θέμα. Δυο δασάρχες πήγαν στα σύνορα, αλλά τζάμπα πράμα. Κάθε φορά ο επόμενος το ίδιο ανένδοτος με τον γείτονα.
– Η ζωή είναι δύσκολη, το ξέρει ο πάσα ένας. Πρέπει να παλεύεις με νύχια και με δόντια μέχρι να έρθει ο δασάρχης που ξέρει να κάνει ανακρίσεις και που ταιριάζει στον δήμαρχο, στον Νομάρχη, στον Υπουργό, στα έργα τους, στις μίζες και στα πρωτοπαλίκαρά τους.
– Ο άνθρωπος, φίλε γείτονα, είναι θηρίο, ανήμερο, γίνει και εσύ, αλλιώς σε έφαγαν. Ο άνθρωπος τρώει απ’ όλα. Τρώει πέτρες, τρώει σκατά, τρώει μπετόν, σίδερα, Αλβανούς, τρώει λεφτά. Άσε λοιπόν τα έξυπνα γιατί εγώ ο Ζήτουλας ποτέ δεν φοβήθηκα ότι η ιστορία αυτή δεν θα βγει υπέρ της εξουσίας «στα όρια της νομιμότητας».
Αφήστε μια απάντηση