Είναι πάρα πολλές εκείνες οι περιπτώσεις εργοδοτών που δεν καταβάλλουν ή καθυστερούν για μήνες τους μισθούς στους εργαζόμενους, όχι γιατί η επιχείρησή τους δεν τα πάει καλά, αλλά γιατί θεωρούν ότι οι μισθοί των εργαζομένων δεν είναι αναγκαίο να καταβληθούν στην ώρα τους, αφού και νομικά να κινηθούν απαιτείται περίπου ένας χρόνος δικαστικής περιπέτειας, αν όλα πάνε καλά, για να εξοφληθούν τα οφειλόμενα.
Του Γιάννη Καρούζου*
Όμως, ποιο άλλο μέτρο «πίεσης» μπορεί να ασκηθεί στον εργοδότη για να είναι συνεπής; Ο νομοθέτης προκειμένου να προστατέψει αποτελεσματικά τον εργαζόμενο προβλέπει για το συγκεκριμένο έγκλημα τη διαδικασία του αυτοφώρου. Η ποινική δίωξη για το εν λόγω αδίκημα ασκείται είτε μετά από μήνυση του εργαζομένου, των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας (συνήθως της Επιθεώρησης Εργασίας), της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή της Αστυνομικής Αρχής, καθώς και της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης είτε από οποιονδήποτε αντιληφθεί την παράβαση και καταγγείλει το γεγονός στις αρμόδιες αρχές.
Οι ποινές
Ο έλληνας νομοθέτης συγκεκριμένα ορίζει πως: «τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν επιτρέπεται να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο.»
Ειδικότερα, απαραίτητες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του παραπάνω αδικήματος είναι:
α) ο εργαζόμενος, υπάλληλος ή εργάτης, να απασχολείται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας μας σε περιπτώσεις άκυρης σύμβασης εργασίας (π.χ. όταν ο εργαζόμενος δεν έχει βιβλιάριο υγείας ή επαγγελματική άδεια οδήγησης, καίτοι υποχρεούται από το νόμο) έκρινε ότι η μη καταβολή των μισθολογικών αξιώσεων από την άκυρη έστω σύμβαση εργασίας στοιχειοθετεί το παραπάνω αδίκημα,
β) ο εργοδότης να μην καταβάλει εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες αποδοχές: Κατά τη νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων ως υπεύθυνος της μη εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών θεωρείται εκτός από τον ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης, οποιοσδήποτε διευθυντής ή με οποιοδήποτε τίτλο εκπρόσωπος μιας επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων π.χ. διευθυντής διεύθυνσης οικονομικού ανώνυμης εταιρίας. Ως οφειλόμενες αποδοχές λογίζονται ο βασικός μισθός, ο οποίος προβλέπεται από την ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, το επίδομα εκτός έδρας όταν η παραμονή σε άλλη έδρα δεν είναι προσωρινή, το επίδομα παραγωγικότητας εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σταθερά και αδιάλειπτα, τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, ενώ κατά την κρατούσα άποψη της νομολογίας δεν αποτελεί οφειλόμενη αποδοχή η αποζημίωση λόγω απόλυσης, οι οφειλόμενες αποδοχές λόγω παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, οι αποζημιώσεις για επαγγελματικά έξοδα. Ο εργοδότης ή οποιοσδήποτε άλλος υπεύθυνος προς καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών δεν καταβάλει εμπρόθεσμα όταν τα μέρη έχουν ορίσει ρητά ή σιωπηρά ημερομηνία καταβολής των αποδοχών και ο υπεύθυνος προς καταβολή μετά την πάροδο του χρόνου αυτού αρνείται να καταβάλει. Σε κάθε περίπτωση η καθυστέρηση πληρωμής δεν είναι αξιόποινη, εφόσον είναι μικρή.
γ) Ο εργοδότης να μην καταβάλει ή έστω να καθυστερεί να καταβάλει ενώ γνωρίζει την ύπαρξη εξαρτημένης σχέσης εργασίας και την ταυτόχρονη υποχρέωσή του να καταβάλει στον εργαζόμενο το αντάλλαγμα της εργασίας του.
Σε περίπτωση πτώχευσης του εργοδότη, αυτός δεν ευθύνεται διότι δε βαρύνεται με δόλο μη πληρωμής, καθώς υπόκειται σε αναγκαστική παύση πληρωμών εντός της ύποπτης περιόδου, ενώ σε περίπτωση που η επιχείρηση τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, η ποινική ευθύνη του εργοδότη παραμένει ακέραιη, καθώς οι οικονομικές δυσκολίες του εργοδότη δεν αποτελούν λόγο ικανό να αποκλείσουν το δόλο του.
Επίσχεση εργασίας
Εκτός από την «απειλή» του αυτοφώρου ο εργαζόμενος έχει και το δικαίωμα της επίσχεσης της εργασίας του σε βάρος του εργοδότη, ως όπλο για να εξαναγκασθεί ο τελευταίος στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση εργασίας, που έχει υπογραφεί μεταξύ των δύο πλευρών.
Πιο συγκεκριμένα, με την επίσχεση ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να παρέχει την εργασία του προς τον εργοδότη, ενώ ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο τους μισθούς, που αντιστοιχούν στις ημέρες της επίσχεσης. Προκειμένου, όμως, να μην χρησιμοποιείται η επίσχεση ανεξέλεγκτα σε βάρος του εργοδότη και να μην διαταράσσονται οι ισορροπίες στη σχέση εργοδότη – εργαζομένου, η άσκηση της πρέπει οπωσδήποτε να είναι σαφής και ορισμένη και για αυτό το λόγο ελέγχεται από τα ελληνικά Δικαστήρια.
Προκειμένου να ασκηθεί νόμιμα η επίσχεση απαιτείται:
α) ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας,
β) ύπαρξη ληξιπρόθεσμης αξίωσης του εργαζομένου κατά του εργοδότη.
Ειδικότερα, η επίσχεση εργασίας ασκείται με εξώδικη γραπτή ή προφορική δήλωση, η οποία γνωστοποιείται στον εργοδότη. Ωστόσο, είναι σαφές από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και από τις διατάξεις των εργατικών νόμων ότι απαιτείται δήλωση του εργαζομένου, που να απευθύνεται αποκλειστικά προς τον εργοδότη του, με την οποία να δηλώνει με σαφήνεια ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, να αναφέρει τη συγκεκριμένη υποχρέωση του εργοδότη για την εκπλήρωση της οποίας ασκεί αυτό το δικαίωμα, καθώς επίσης να προκύπτει ότι πρόκειται για ληξιπρόθεσμη απαίτηση του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη.
Επιπλέον, όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει λυμένη την σύμβαση και εφόσον αποκρούει την προσφορά των υπηρεσιών του πρώτου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη απόλυση (με γραπτή καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης), καθίσταται υπερήμερος.
Σε περίπτωση που η δήλωση του εργαζομένου δεν συγκεντρώνει τα παραπάνω στοιχεία, αλλά αντίθετα ο εργαζόμενος, μέσω αυτής, απλά εκδηλώνει την άρνηση του για παροχή εργασίας, δεν επέρχονται τα έννομα αποτελέσματα αυτής και η συγκεκριμένη άρνηση του εργαζομένου να προσφέρει την εργασία του αποτελεί παράβαση της σύμβασης εργασίας, που έχει υπογράψει.
Η επίσχεση ασκείται παράνομα όταν:
α.) δεν υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην πληρωμή των μισθών
β.) αρνείται ο μισθωτός να συμφωνήσει στη ρύθμιση των απαιτήσεών του μετά από πρόταση του εργοδότη,
γ.) ασκείται αφότου η επιχείρηση του εργοδότη έχει τεθεί σε αναγκαστική εκκαθάριση,
δ.) η απαίτηση του εργαζομένου αμφισβητείται και η επίσχεση εργασίας θα προκαλέσει στον εργοδότη μεγάλη ζημία σε σχέση με την αξίωση του πρώτου,
ε.) προσπαθεί με αυτή να εξαναγκάσει τον εργοδότη σε αύξηση του μισθού του,
στ.) η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες συνθήκες ή αντιξοότητες,
ζ.) η καθυστέρηση πληρωμής οφείλεται στην εξαιρετικά άσχημη οικονομική κατάσταση του εργοδότη, λόγω της μείωσης του τζίρου της επιχείρησής και
η.) ο εργοδότης κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για κάλυψη των οφειλών του προς το μισθωτό.
Τέλος, η επίσχεση εργασίας σταματάει άμεσα:
α) μόλις ο εργοδότης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργαζομένου,
β) όταν ανακληθεί από τον εργαζόμενο,
γ) όταν συμφωνήσουν οι δύο πλευρές, καθώς επίσης και
δ) με την κατάθεση του ποσού , που οφείλεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Εάν ο εργαζόμενος εξακολουθεί να προβαίνει στην επίσχεση εργασίας, τότε ασκεί το δικαίωμά του αυτό καταχρηστικά με όλες τις συνέπειες της αδικαιολόγητης αποχής του από την εργασία του.
*O Γιάννης Κ. Καρούζος, είναι Δικηγόρος, ειδικευμένος στο εργατικό δίκαιο
seleo.gr
Αφήστε μια απάντηση