O Μόμπι Ντικ είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δημιουργία του Χέρμαν Μέλβιλ.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στην Αγγλία στις 18 Οκτωβρίου 1851 με τον τίτλο Η Φάλαινα και ένα μήνα αργότερα (14 Νοεμβρίου 1851) στις ΗΠΑ, με τον τίτλο Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα. Ο Μόμπι Ντικ είναι μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός…
σαλεμένου καπετάνιου, ονόματι Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπυ Ντικ, η οποία σε ένα προηγούμενο ταξίδι τού είχε κόψει το πόδι σε μια μονομαχία τους στη θάλασσα. Ο Μέλβιλ, που είχε δουλέψει χρόνια ως ναυτικός, εστιάζεται σ’ έναν «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».
Ο συγγραφέας
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και περισσότερο γνωστός για το κλασικό του έργο «Μόμπι Ντικ».
Ο Χέρμαν Μέλβιλ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1819 ως το τρίτο παιδί των Άλλαν και Μαρία Γκάνσφουρτ Μέλβιλ. Ο πατέρας του, Allan Melvill (το όνομα έγινε “Melville” μετά το θάνατό του) ήταν επιχειρηματίας ενώ η μητέρα του (το γένος Ganesvoort) καταγόταν από παλιά Ολλανδική οικογένεια με εξέχουσα θέση στην περιοχή. Αν και ο πατέρας του ήταν ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, η “θετική” αυτή στάση που είχε απέναντι στη ζωή σπάνια τον οδηγούσε σε επιχειρηματικές επιτυχίες. Ως αποτέλεσμα, η οικογένεια Melville αναγκαζόταν να εξαρτάται οικονομικά και να λαμβάνει υποστήριξη από τον στενό συγγενικό κύκλο. Ο Χέρμαν Μέλβιλ πήγε σχολείο στην Ακαδημία Όλμπανι από τον Οκτώβριο του 1830 έως τον Οκτώβριο του 1831 και ξανά από τον Οκτώβριο του 1836 έως τον Μάρτιο του 1837[3] και μετά έγινε γραφιάς και δάσκαλος.
Ο πατέρας του τελικά χρεωκόπησε και πέθανε όταν ο Χέρμαν ήταν μόλις δώδεκα ετών, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι ο Μέλβιλ, έφηβος ακόμα, μπάρκαρε σ’ ένα εμπορικό καράβι όπου δούλεψε ως καμαρότος μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ. Όταν ξαναγύρισε στην Αμερική, εργάστηκε πάλι ως δάσκαλος για ένα διάστημα. Ο πόθος του όμως για περιπέτειες δεν έσβησε κι έτσι μια μέρα τα παράτησε όλα και πήγε ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό “Ακούσνε”.
Τον Ιούλιο του 1842, κι αφού έμεινε 18 μήνες στο “Ακούσνε”, ο Μέλβιλ πήδηξε ένα πρωί από το καράβι ενώ ήταν αγκυροβολημένο στις νήσους Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού. Η σκληρή ζωή πάνω στο φαλαινοθηρικό και η επιθυμία του να εξερευνήσει τα νησιά, ήταν οι αιτίες που τον έσπρωξαν σ’ αυτή τη φυγή.
Για κάποιο διάστημα έζησε μαζί με τους ιθαγενείς Τύπη που, όπως είπε αργότερα ο ίδιος, ήταν καννίβαλοι. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο αν ο Μέλβιλ υπήρξε φιλοξενούμενός τους ή αιχμάλωτός τους. Πάντως μία μέρα έφυγε από τα νησιά με μία αυστραλέζικη σκούνα. Η ιστορία της παραμονής του στις Μαρκέζας, περιγράφεται στο βιβλίο του “Τύπη”, το οποίο ολοκλήρωσε το 1845 αλλά συνάντησε πολλές δυσκολίες για τη δημοσίευσή του.
Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες περιπέτειες στη ζωή του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Μέλβιλ έγινε αρχηγός μίας ανταρσίας και αργότερα αλήτευε έναν χρόνο στην Ταϊτή. Την περιπέτειά του αυτή, την αναφέρει στο βιβλίο του “Όμοο”.
Το 1843, ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ’ ένα γραφείο και σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα όμως έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το “Ακούσνε”, που έψαχνε για λιποτάκτες.
Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σε ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης.
Τότε άρχισε να ασχολείται σοβαρά με το γράψιμο. Μετά την έκδοση των βιβλίων του “Τύπη” και “Όμοο” έγινε διάσημος ως ο άνθρωπος που γλύτωσε από τους ανθρωποφάγους. Τα επόμενα έργα του ήταν τα “Μαρντί”, “Κόκκινη Φλόγα” και “Το Άσπρο Σακάκι”. Το τελευταίο είναι η περιγραφή της ζωής του πάνω στο αμερικανικό πολεμικό στο οποίο διαμαρτύρεται και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού.
Στις 4 Αυγούστου 1847, ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σω, κόρη του Lemuel Shaw, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και φίλου του πατέρα του από το κολλέγιο. Απέκτησαν μαζί 4 παιδιά: δύο αγόρια και δύο κορίτσια, ενώ αγόρασαν και ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν. Σ’ αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το “Μόμπυ Ντικ”, το οποίο εκδόθηκε το 1851.
Ακολούθησαν και άλλα του έργα όπως ο “Πιέρ”, “Ο Έμπιστος” και ο “Μπίλι Μπαντ”. Αλλά η φήμη του σαν συγγραφέα ξέπεσε τα τελευταία χρόνια. Το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη για να ζήσει. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση 19 χρόνια.
Το 1878 εξέδωσε ένα ποίημά του με 16.000 στίχους σχετικά με την επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Ο Χέρμαν Μέλβιλ πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1891 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή διαστολή. Τα βιβλία του είχαν σχεδόν ξεχαστεί απ’ όλους. Μόνο αργότερα, το 1920, ανανεώθηκε το ενδιαφέρον το κοινού για τα έργα του Μέλβιλ. Σήμερα αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους πιο διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς και το βιβλίο του “Μόμπυ Ντικ” θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του κόσμου.
newsbomb
Αφήστε μια απάντηση