Συνέχεια από το πρώτο μέρος (κλικ ΕΔΩ)
Γράφει ο δάσκαλος
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν επικές. Ποτάμια αίματος των Ευζώνων πότισαν τήν γη της Μικράς Ασίας. Οι τσολιάδες μας παρόλη τήν κούραση, τίς πορείες καί τήν πείνα, κατάφεραν νά νικήσουν. Ταπείνωσαν τόν Κεμάλ, έξω από τήν πρωτεύουσά του. Κατέλαβαν το ένα μετά τό άλλο τά οχυρά του. ΝΙΚΗΣΑΝ! Νίκησαν όμως μέ βαρύτατες απώλειες. Ο Γιάννης Καψής στά βιβλία του, όσο κατηγορεί τούς ανώτατους αξιωματικούς (κυρίως τόν πρίγκιπα Ανδρέα) για ανικανότητα, τόσο εκθειάζει τούς απλούς στρατιώτες για τη γενναιότητα καί τήν αυτοθυσία πού επέδειξαν στην μάχη της Άγκυρας.
Τη 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο ελληνικός στρατός εφόρμησε. Τό αριστερό επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τόν ποταμό Γκεούκ. Τό κέντρο στά απόκρημνα οχυρά Ταμπούρ Ογλού καί Σαπάντζα, ενώ τό δεξιό επιτέθηκε στό απόρθητο Κάλε Γκρότο.
Στους χάρτες του επιτελείου μας έδινε την εντύπωση ενός ακόμη λόφου. Και ανατέθηκε στο Β’ σώμα στρατού να το καταλάβει. Πίστευαν οι επιτελείς μας πως με βάση αυτό θα γινόταν η κυκλωτική επίθεση που θα ανάτρεπε τον εχθρό. Ακόμη ένα μεγάλο λάθος. Το Καλέ Γκρότο δεν ήταν ένα συνηθισμένο ύψωμα . Ήταν ένας γρανιτένιος όγκος , ένας ρυτιδωμένος βράχος άριστα οργανωμένος με χαρακώματα, συρματοπλέγματα ,φωλιές πολυβόλων και διασταυρούμενα θεριστικά πυρά.
Έπρεπε να παρακαμφθεί ,αλλά ο διοικητής του Β’ σώματος στρατού Βασιλόπαις Πρίγκιπας Ανδρέας, ένας ακόμη ερασιτέχνης στρατιωτικός της παλιάς σχολής των «κατά μέτωπον επιθέσεων» που τόσο κόστισε στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο ,διατάσσει επίθεση. . Ήταν 13 Αυγούστου και οι στρατιώτες μας ορμούν, οι περισσότεροι θερίζονται σαν στάχια. Αλλά ο Πρίγκιπας Ανδρέας επιμένει . Ο χορός του θανάτου συνεχίζεται και την άλλη μέρα . Η 5η Μεραρχία ρίχνεται στη μάχη , το ένα Σύνταγμα διαδέχεται το άλλο αλλά οι απώλειες είναι τρομερές . Όμως κανένας ελιγμός δεν πραγματοποιείται . Επιθέσεις ξανά και ξανά. Οι επιτελείς κάτω από τα αντίσκηνα και οι στρατιώτες μας να φιλιούνται δακρυσμένοι όχι βέβαια από φόβο αλλά από πίκρα, πριν από κάθε έφοδο λίγο πριν πέσουν νεκροί. Γέμισαν οι πλαγιές και οι βράχοι του απόρθητου οχυρού πτώματα ,αλλά στις 9,30 το βράδυ οι εναπομείναντες ήρωες πατούν την κορυφή του Καλέ Γκρότο και ξετρυπώνουν έναν –έναν τους Τούρκους που το υπεράσπιζαν. Η μάχη είχε κρατήσει 12 ολόκληρες ώρες.
Οι απώλειες τεράστιες , στρατιώτες ,υπαξιωματικοί, αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους εκεί. Όμως σ ’έναν πόλεμο σαν αυτόν υπάρχουν και θύματα, υπάρχουν απώλειες. Τα θύματα αυτά βρίσκουν δικαίωση όταν η θυσία τους είναι επιβεβλημένη .
Τότε αποκτά νόημα και γίνεται σύμβολο αιώνιο.
Όμως αυτή η θυσία ήταν άσκοπη, το συγκεκριμένο ύψωμα έπρεπε να παρακαμφθεί. Ο διοικητής του Β’ σώματος έπρεπε να διαβλέψει το μάταιο του εγχειρήματος. Την ίδια ώρα που ο ανεκδιήγητος Πρίγκιπας ,έστελνε τα παλικάρια της 5ης Μεραρχίας πάνω στις κάννες των πολυβόλων των Τούρκων ,τα τμήματα του Α’ σώματος στρατού έκαναν επίθεση κατά της δεύτερης γραμμής άμυνας των Τούρκων πίσω από το Καλέ Γκρότο.
Ο θάνατος εκατοντάδων στρατιωτών μας ήταν άσκοπος και μάταιος.
Μετά από αιματηρές μάχες σώμα μέ σώμα καί διά της λόγχης, οι Ελληνες διέσπασαν τήν πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων. Κατέλαβαν καί τήν δεύτερη αμυντική γραμμή στήν οροσειρά Τσάλ Αντίζ. Ο Κεμάλ , παρακολουθώντας τη μάχη από το σταθμό διοίκησης του και βλέποντας το Στρατό του ν’ αποδεκατίζεται, μουρμουρίζει: « Αν ηττηθούμε, Έλληνες θα μας έχουν νικήσει»…
Οι Τούρκοι ηττώνται καί στην τρίτη αμυντική γραμμή καί ετοιμάζουν νά εκκενώσουν τήν Άγκυρα καί να αποτραβηχτούν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί καί υπό συνεχή καύσωνα οι Έλληνες πολέμησαν επί 19 μερόνυκτα στην κόλαση του Σαγγάριου. Απέκρουσαν καί τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση πού έγινε στίς 28 Αυγούστου 1921. Μετά τίς μάχες, ο Κεμάλ στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θά δήλωνε: “Ο Σαγγάριος παραλίγο νά γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη διήρκεσε 22 αδιακοπα μερόνυκτα, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της τουρκικής ιστορίας.”
Στις 24 Αυγούστου, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε νά σταματήσει τίς επιχειρήσεις .Έτσι η στρατιά χωρίς να ηττηθεί έπαιρνε το δρόμο της «αποχώρησης» έχοντας 23.613 άνδρες λιγότερους. Τα παλικάρια πήραν το δρόμο της επιστροφής χωρίς να θάψουν τους νεκρούς τους , χωρίς να φροντίσουν τους τραυματίες, βουρκωμένα, με την ψυχή τους γεμάτη μίσος γι’ αυτούς που τους πρόδωσαν. Αυτή η υποχώρηση είχε τη δραματικότητα της υποχώρησης της μεγάλης στρατιάς του Βοναπάρτη από τη Μόσχα αλλά βέβαια χωρίς ένα Βοναπάρτη.
Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Νικόλαος θά έγραφε αργότερα στό ημερολόγιο του: “Αναχωρούμεν σήμερον Τρίτην, 14 Σεπτεμβρίου. Καί πάλιν κατά σύμπτωσιν, ημέραν αποφράδα.”
Εκεί στην Αλμυρά Έρημο,
εκεί στο Καλέ Γκρότο,
η φιλαρχία, η ανικανότητα, η ματαιοδοξία
λίγων μοιραίων ανθρώπων, έθαψε τα ωραιότερα όνειρα του έθνους,
όνειρα 500 ετών
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
- Ένθετο “Ιστορικά” (Εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”)
- “Δακρυσμένη Μικρασία” (Βασίλης Τζανακάρης και “Μεταίχμιο” 2007)
|
|
|
Ο. Νουνος μου Θρακιωτης απο τα Μαλγαρα μου διηγηθηκε γυρω στις αρχες του 70 για τον αγωνα στο Καλε Γκροτο ,”Ορμησαμε πανω στο βουνο,ειμασταν 13 μερες νηστικοι.Που την βρικαμε τοση δυναμη; Οι διπλανοι μας επεφταν και εμεις συνεχιζαμε, ειχαμε γινει θηρια, θελαμε να ανεβουμε στη κορυφη και να βγαλουμε τους Τουρκους απο κει
Οταν φτασαμε τους βγαζαμε απο τα χαρακωματα και ταμπουρια τους με την λογχη και με οτι αλλο μπορουσαμε, δεν υποχωρουσαν γιατι τους εκτελουσαν,εμεις αντιθετα γιατι τους ειχαμε μανια
Ειχα γεμισει με αιμα τα ρουχα μου, απο το δικο τους και το δικο μου, ομως πισω δεν καναμε.Αυτοι ειμασταν οι Ελληνες στρατιωτες” Τα λογια αυτα δεν τα ξεχασα ,ουτε προκειται να τα ξεχασω.Τα συμπερασματα δικα σας